3,258,153
edits
(41) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ [[τράχηλος]]<br />[[κάμπτω]] ή [[στρίβω]] [[προς]] τα [[πίσω]] τον λαιμό ζώου για να το σφάξω<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κυρίως]] το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ., ως ουσ.) <i>τά τετραχηλισμένα</i><br />αυτά που έχουν φανερωθεί («[[πάντα]] δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῑς ὀφθαλμοῖς [[αὐτοῦ]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[παλαιστή]]) [[πιάνω]] τον αντίπαλο από τον τράχηλο για να τον ρίξω [[κάτω]] ή [[κάμπτω]] τον τράχηλό του [[προς]] τα [[πίσω]] και [[έτσι]] τον [[καταβάλλω]]<br /><b>2.</b> (για [[άλογο]]) [[ρίχνω]] [[κάτω]] από τον τράχηλό μου τον αναβάτη<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] ο [[αίτιος]] τών κακουχιών που υφίσταται ο [[αντίπαλος]] [[πολεμιστής]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>τραχηλίζομαι</i><br />α) (στην [[πάλη]]) [[κάνω]] [[χρήση]] της τεχνικής του τραχηλισμού<br />β) μέ πιάνει ο [[αντίπαλος]] από τον τράχηλο, καταβάλλομαι<br />γ) (για πλοία) βυθίζομαι με την [[πλώρη]] [[προς]] τα [[κάτω]] [[μέσα]] σε [[δίνη]]<br />δ) <b>μτφ.</b> [[υποκύπτω]] ολοκληρωτικά σε [[κάτι]] («τραχηλιζόμενοι ταῑς ἐπιθυμίαις, πάνθ' ὑπομένουσι δρᾱν τε πάσχειν», Φίλ.). | |mltxt=ΝΑ [[τράχηλος]]<br />[[κάμπτω]] ή [[στρίβω]] [[προς]] τα [[πίσω]] τον λαιμό ζώου για να το σφάξω<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κυρίως]] το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ., ως ουσ.) <i>τά τετραχηλισμένα</i><br />αυτά που έχουν φανερωθεί («[[πάντα]] δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῑς ὀφθαλμοῖς [[αὐτοῦ]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[παλαιστή]]) [[πιάνω]] τον αντίπαλο από τον τράχηλο για να τον ρίξω [[κάτω]] ή [[κάμπτω]] τον τράχηλό του [[προς]] τα [[πίσω]] και [[έτσι]] τον [[καταβάλλω]]<br /><b>2.</b> (για [[άλογο]]) [[ρίχνω]] [[κάτω]] από τον τράχηλό μου τον αναβάτη<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] ο [[αίτιος]] τών κακουχιών που υφίσταται ο [[αντίπαλος]] [[πολεμιστής]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>τραχηλίζομαι</i><br />α) (στην [[πάλη]]) [[κάνω]] [[χρήση]] της τεχνικής του τραχηλισμού<br />β) μέ πιάνει ο [[αντίπαλος]] από τον τράχηλο, καταβάλλομαι<br />γ) (για πλοία) βυθίζομαι με την [[πλώρη]] [[προς]] τα [[κάτω]] [[μέσα]] σε [[δίνη]]<br />δ) <b>μτφ.</b> [[υποκύπτω]] ολοκληρωτικά σε [[κάτι]] («τραχηλιζόμενοι ταῑς ἐπιθυμίαις, πάνθ' ὑπομένουσι δρᾱν τε πάσχειν», Φίλ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρᾰχηλίζω:''' μέλ. <i>τραχηλίσω</i> ([[τράχηλος]])· λέγεται για παλαιστές, [[λυγίζω]] τον λαιμό κάποιου προς τα [[πίσω]], και έτσι τον [[νικώ]] εντελώς, σε Θεόφρ. — Παθ., λυγίζεται ο [[λαιμός]] μου προς τα [[πίσω]] (ως [[θύμα]]), ώστε να ανοίγει όταν κοπεί· απ' όπου, είμαι [[τελείως]] ανοιγμένος, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |