Anonymous

τραχηλίζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰχηλίζω:''' μέλ. <i>τραχηλίσω</i> ([[τράχηλος]])· λέγεται για παλαιστές, [[λυγίζω]] τον λαιμό κάποιου προς τα [[πίσω]], και έτσι τον [[νικώ]] εντελώς, σε Θεόφρ. — Παθ., λυγίζεται ο [[λαιμός]] μου προς τα [[πίσω]] (ως [[θύμα]]), ώστε να ανοίγει όταν κοπεί· απ' όπου, είμαι [[τελείως]] ανοιγμένος, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''τρᾰχηλίζω:''' μέλ. <i>τραχηλίσω</i> ([[τράχηλος]])· λέγεται για παλαιστές, [[λυγίζω]] τον λαιμό κάποιου προς τα [[πίσω]], και έτσι τον [[νικώ]] εντελώς, σε Θεόφρ. — Παθ., λυγίζεται ο [[λαιμός]] μου προς τα [[πίσω]] (ως [[θύμα]]), ώστε να ανοίγει όταν κοπεί· απ' όπου, είμαι [[τελείως]] ανοιγμένος, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰχηλίζω:''' [[τράχηλος]]<br /><b class="num">1)</b> запрокидывать (противнику) голову Plut.;<br /><b class="num">2)</b> хватать за горло, душить Xen., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> выворачивать наружу: πάντα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα NT все обнажено и вскрыто.
}}
}}