Anonymous

τυφλός: Difference between revisions

From LSJ
1,137 bytes added ,  31 December 2018
6
(42)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τυφλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που δεν βλέπει, που δεν έχει όραση, [[αόμματος]] (α. «[[είναι]] εκ γενετής [[τυφλός]]» β. «καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου παῑς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά για τις αισθήσεις, τα αισθητήρια όργανα, [[αλλά]] και τη [[διάνοια]], το [[πνεύμα]]) [[αμβλύς]], [[αμαθής]], περιορισμένος («τυφλὸς τά τ' ὤτα, τον τε νοῡν, τά τ' ὄμματ' εἰ» — [[κουφός]], [[κουτός]] και [[τυφλός]] είσαι, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει μια μόνον είσοδο και [[καμιά]] διέξοδο, [[αδιέξοδος]] (α. «[[τυφλός]] [[δρόμος]]» β. «τυφλὴ [[ὁδός]]», λεξ. [[Σούδα]]<br />γ. «τοῡ εντέρου τυφλόν τι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[τυφλός]]<br />[[άνθρωπος]] που δεν βλέπει, [[αόμματος]] (α. «στην [[γωνιά]] του δρόμου στεκόταν [[ένας]] [[τυφλός]]» β. «[[τυφλός]] τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν», ΚΔ)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «και τυφλῴ... δήλον» — ολοφάνερο (ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αναίσθητος]] στο φως, αυτός που δεν αντιδρά στο φως (α. «[[τυφλή]] [[κηλίδα]]» β. «τυφλό [[σημείο]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) <b>υβριστ.</b> [[στραβός]]<br />β) [[παράλογος]], [[παράφορος]], [[άκριτος]] («τυφλό [[πάθος]]»)<br />γ) [[απεριόριστος]] («του δείχνει [[τυφλή]] [[εμπιστοσύνη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τυφλό</i>(<i>ν</i>)<br />(ενν. [[έντερο]]) <b>ανατ.</b> το ευρύ σακοειδές αρχικό [[τμήμα]] του παχέος εντέρου, το οποίο βρίσκεται στον δεξιό λαγόνιο βόθρο της κοιλιάς και περιβάλλεται από [[παντού]] από [[περιτόναιο]] και από το οποίο εκπορεύεται η [[σκωληκοειδής]] [[απόφυση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τυφλοίς όμμασι»<br />([[λόγια]] [[έκφραση]]) i) με πλήρη [[εμπιστοσύνη]]<br />ii) με [[κλειστά]] τα μάτια, ανεξέταστα<br />β) «στα [[τυφλά]]» — [[χωρίς]] [[επίγνωση]], στα [[κουτουρού]]<br />γ) «[[Κυριακή]] του τυφλού» — η πέμπτη [[Κυριακή]] [[μετά]] το [[Πάσχα]], [[κατά]] την οποία ψάλλεται το Ευαγγέλιο για την [[θεραπεία]] του εκ γενετής τυφλού από τον Χριστό<br />δ) «τυφλό [[σημείο]]»<br />(ανατ.-φυσιολ.) η [[περιοχή]] του αμφιβληστροειδούς από την οποία εκπορεύεται το οπτικό [[νεύρο]] και η οποία, [[επειδή]] δεν έχει αισθητήρια κύτταρα, δεν [[είναι]] ευαίσθητη στο φως<br />ε) «[[τυφλή]] [[κηλίδα]]»<br /><b>ανατ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] του τυφλού σημείου<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «[[τυφλός]] τυφλόν οδήγαε κι ηύραν κι οι δυό τον λάκκο» — δηλώνει ότι η [[αμάθεια]] και η [[απειρία]] [[είναι]] κακοί σύμβουλοι και οδηγούν, [[συνήθως]], σε αρνητικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μέλος]] του σώματος) αυτός που ανήκει σε αόμματο, σε τυφλό («ὡς τυφλῷ ποδὶ ὀφθαλμὸς εἶ σύ» (<b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[εξάρτημα]]) αυτός που χρησιμοποιείται από τυφλό<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[πίσω]] [[μέρος]] του σώματος όπου δεν υπάρχουν οφθαλμοί<br /><b>4.</b> κρυμμένος, [[κρυφός]] («τυφλὸς [[μώλωψ]]» — κρυφό [[τραύμα]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σκοτεινός]], [[μαύρος]]<br /><b>6.</b> [[κλειστός]], [[χωρίς]] [[έξοδο]] («τοῡ ἐντέρου τυφλόν τι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> (για ποταμό ή λιμένα) αυτός του οποίου το [[στόμιο]] [[είναι]] φραγμένο, [[ιδίως]] από ιλύ («εἰς λίμνας τυφλὰς καὶ ἑλώδεις ἀφανίζεται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> (<b>για πράγμ.</b>) α) [[ασαφής]], [[αφανής]], [[άδηλος]] («ἀσαφὴς καὶ τυφλὴ [[ὑπόνοια]]», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> ο [[χωρίς]] [[αξία]], [[χωρίς]] [[σημασία]] («τυφλὸς [[ὄλβος]]» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ τυφλὰ τοῡ σώματος» — τα [[νώτα]] του σώματος (<b>Ξεν.</b>)<br />β) «τυφλὸς [[ὄζος]]» — [[κλαδί]] [[χωρίς]] οφθαλμούς <b>(Θεόφρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τυφ</i>- του ρ. [[τύφω]] «[[περιβάλλω]] με καπνό» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τραυ</i>-<i>λός</i>, <i>χω</i>-<i>λός</i>). Για τη σημ. του επιθ. <b>βλ. λ.</b> [[τύφω]].
|mltxt=-ή, -ό / [[τυφλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που δεν βλέπει, που δεν έχει όραση, [[αόμματος]] (α. «[[είναι]] εκ γενετής [[τυφλός]]» β. «καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου παῑς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά για τις αισθήσεις, τα αισθητήρια όργανα, [[αλλά]] και τη [[διάνοια]], το [[πνεύμα]]) [[αμβλύς]], [[αμαθής]], περιορισμένος («τυφλὸς τά τ' ὤτα, τον τε νοῡν, τά τ' ὄμματ' εἰ» — [[κουφός]], [[κουτός]] και [[τυφλός]] είσαι, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει μια μόνον είσοδο και [[καμιά]] διέξοδο, [[αδιέξοδος]] (α. «[[τυφλός]] [[δρόμος]]» β. «τυφλὴ [[ὁδός]]», λεξ. [[Σούδα]]<br />γ. «τοῡ εντέρου τυφλόν τι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[τυφλός]]<br />[[άνθρωπος]] που δεν βλέπει, [[αόμματος]] (α. «στην [[γωνιά]] του δρόμου στεκόταν [[ένας]] [[τυφλός]]» β. «[[τυφλός]] τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν», ΚΔ)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «και τυφλῴ... δήλον» — ολοφάνερο (ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αναίσθητος]] στο φως, αυτός που δεν αντιδρά στο φως (α. «[[τυφλή]] [[κηλίδα]]» β. «τυφλό [[σημείο]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) <b>υβριστ.</b> [[στραβός]]<br />β) [[παράλογος]], [[παράφορος]], [[άκριτος]] («τυφλό [[πάθος]]»)<br />γ) [[απεριόριστος]] («του δείχνει [[τυφλή]] [[εμπιστοσύνη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τυφλό</i>(<i>ν</i>)<br />(ενν. [[έντερο]]) <b>ανατ.</b> το ευρύ σακοειδές αρχικό [[τμήμα]] του παχέος εντέρου, το οποίο βρίσκεται στον δεξιό λαγόνιο βόθρο της κοιλιάς και περιβάλλεται από [[παντού]] από [[περιτόναιο]] και από το οποίο εκπορεύεται η [[σκωληκοειδής]] [[απόφυση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τυφλοίς όμμασι»<br />([[λόγια]] [[έκφραση]]) i) με πλήρη [[εμπιστοσύνη]]<br />ii) με [[κλειστά]] τα μάτια, ανεξέταστα<br />β) «στα [[τυφλά]]» — [[χωρίς]] [[επίγνωση]], στα [[κουτουρού]]<br />γ) «[[Κυριακή]] του τυφλού» — η πέμπτη [[Κυριακή]] [[μετά]] το [[Πάσχα]], [[κατά]] την οποία ψάλλεται το Ευαγγέλιο για την [[θεραπεία]] του εκ γενετής τυφλού από τον Χριστό<br />δ) «τυφλό [[σημείο]]»<br />(ανατ.-φυσιολ.) η [[περιοχή]] του αμφιβληστροειδούς από την οποία εκπορεύεται το οπτικό [[νεύρο]] και η οποία, [[επειδή]] δεν έχει αισθητήρια κύτταρα, δεν [[είναι]] ευαίσθητη στο φως<br />ε) «[[τυφλή]] [[κηλίδα]]»<br /><b>ανατ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] του τυφλού σημείου<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «[[τυφλός]] τυφλόν οδήγαε κι ηύραν κι οι δυό τον λάκκο» — δηλώνει ότι η [[αμάθεια]] και η [[απειρία]] [[είναι]] κακοί σύμβουλοι και οδηγούν, [[συνήθως]], σε αρνητικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μέλος]] του σώματος) αυτός που ανήκει σε αόμματο, σε τυφλό («ὡς τυφλῷ ποδὶ ὀφθαλμὸς εἶ σύ» (<b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[εξάρτημα]]) αυτός που χρησιμοποιείται από τυφλό<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[πίσω]] [[μέρος]] του σώματος όπου δεν υπάρχουν οφθαλμοί<br /><b>4.</b> κρυμμένος, [[κρυφός]] («τυφλὸς [[μώλωψ]]» — κρυφό [[τραύμα]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σκοτεινός]], [[μαύρος]]<br /><b>6.</b> [[κλειστός]], [[χωρίς]] [[έξοδο]] («τοῡ ἐντέρου τυφλόν τι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> (για ποταμό ή λιμένα) αυτός του οποίου το [[στόμιο]] [[είναι]] φραγμένο, [[ιδίως]] από ιλύ («εἰς λίμνας τυφλὰς καὶ ἑλώδεις ἀφανίζεται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> (<b>για πράγμ.</b>) α) [[ασαφής]], [[αφανής]], [[άδηλος]] («ἀσαφὴς καὶ τυφλὴ [[ὑπόνοια]]», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> ο [[χωρίς]] [[αξία]], [[χωρίς]] [[σημασία]] («τυφλὸς [[ὄλβος]]» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ τυφλὰ τοῡ σώματος» — τα [[νώτα]] του σώματος (<b>Ξεν.</b>)<br />β) «τυφλὸς [[ὄζος]]» — [[κλαδί]] [[χωρίς]] οφθαλμούς <b>(Θεόφρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τυφ</i>- του ρ. [[τύφω]] «[[περιβάλλω]] με καπνό» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τραυ</i>-<i>λός</i>, <i>χω</i>-<i>λός</i>). Για τη σημ. του επιθ. <b>βλ. λ.</b> [[τύφω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τυφλός:''' -ή, -όν ([[τύφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν βλέπει, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με γεν., [[τυφλός]] τινος, [[τυφλός]] ως προς κάποιο [[πράγμα]], σε Ξεν.· <i>τὰτυφλὰ τοῦ σώματος</i>, δηλ. τα [[νώτα]] κάποιου, στον ίδ.· λέγεται για τα [[μέλη]] του σώματος του τυφλού, τυφλὸς [[πούς]], [[χείρ]], σε Ευρ.· πρβλ. [[τυφλόπους]].<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[σκοτεινός]], [[ασαφής]], [[άγνωστος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>τυφλαὶ σπιλάδες</i>, τυφλοί, αόρατοι βράχοι, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για κανάλια ή [[διόδους]], κλεισμένος, [[χωρίς]] [[έξοδο]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[τυφλῶς]] ἔχειν προς τι, είμαι [[τυφλός]] ως προς αυτό, σε Πλάτ.
}}
}}