3,277,114
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τυφλός:''' -ή, -όν ([[τύφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν βλέπει, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με γεν., [[τυφλός]] τινος, [[τυφλός]] ως προς κάποιο [[πράγμα]], σε Ξεν.· <i>τὰτυφλὰ τοῦ σώματος</i>, δηλ. τα [[νώτα]] κάποιου, στον ίδ.· λέγεται για τα [[μέλη]] του σώματος του τυφλού, τυφλὸς [[πούς]], [[χείρ]], σε Ευρ.· πρβλ. [[τυφλόπους]].<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[σκοτεινός]], [[ασαφής]], [[άγνωστος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>τυφλαὶ σπιλάδες</i>, τυφλοί, αόρατοι βράχοι, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για κανάλια ή [[διόδους]], κλεισμένος, [[χωρίς]] [[έξοδο]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[τυφλῶς]] ἔχειν προς τι, είμαι [[τυφλός]] ως προς αυτό, σε Πλάτ. | |lsmtext='''τυφλός:''' -ή, -όν ([[τύφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν βλέπει, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με γεν., [[τυφλός]] τινος, [[τυφλός]] ως προς κάποιο [[πράγμα]], σε Ξεν.· <i>τὰτυφλὰ τοῦ σώματος</i>, δηλ. τα [[νώτα]] κάποιου, στον ίδ.· λέγεται για τα [[μέλη]] του σώματος του τυφλού, τυφλὸς [[πούς]], [[χείρ]], σε Ευρ.· πρβλ. [[τυφλόπους]].<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[σκοτεινός]], [[ασαφής]], [[άγνωστος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>τυφλαὶ σπιλάδες</i>, τυφλοί, αόρατοι βράχοι, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για κανάλια ή [[διόδους]], κλεισμένος, [[χωρίς]] [[έξοδο]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[τυφλῶς]] ἔχειν προς τι, είμαι [[τυφλός]] ως προς αυτό, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τυφλός -ή -όν blind:; καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου πάϊς en de zoon van Kronos had hem blind gemaakt Il. 6.139; τυφλὸς... ἐκ δεδοκότος van ziende blind geworden Soph. OT 454; uitbr.:; τυφλῷ ποδὶ ὀφθαλμὸς εἶ σύ jij bent het oog voor mijn blinde stappen Eur. Phoen. 834; τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος het blinde deel van het lichaam (de rug) Xen. Cyr. 3.3.45; blind, zonder begrip of inzicht, van pers.: τυφλὸς τά τ ’ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ ’ ὄμματα εἶ u bent blind in uw oren, uw verstand en uw ogen Soph. OT 371; τὴν τέχνην δ ’ ἔφυ τυφλός maar in de zienerskunde is hij blind Soph. OT 389; τυφλόν ἐστι τοῦ μέλλοντος ἄνθρωπος de mens is blind waar het gaat om de toekomst Plut. Sol. 12.5. blind, zonder uitgang:. πόταμος... εἰς λίμνας τυφλάς... ἀφανίζεται de rivier verdwijnt in doodlopende moerassen Plut. Sull. 20.5. waar je geen goed zicht op hebt, onzeker:; τυφλὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας κατῴκισα ik heb in hen (de mensen) onzekere verwachtingen doen wonen Aeschl. PV 250; ὧν αἱ βέλτισται τυφλαί (meningen zonder kennis), van welke de beste onzeker zijn Plat. Resp. 506c; onzichtbaar:; τυφλῆς ὑπ ’ ἄτης ἐκπεπόρθημαι ik ben door het onzichtbare noodlot vernietigd Soph. Tr. 1104; τῶν δεσμῶν τυφλὰς ἐχόντων τὰς ἀρχάς omdat de uiteinden van de banden onzichtbaar waren Plut. Alex. 18.2; overdr.: τὰ τυφλά... τῆς Ὀστιάνης ἠϊόνος de verraderlijke ondiepten aan de kust van Ostia Plut. Caes. 58.5; τὸ μὲν ἐν Ῥώμῃ τυφλὸν ἦν ἔτι κίνημα de beroering in Rome bleef nog verborgen Plut. Galb. 18.3. | |||
}} | }} |