Anonymous

ὑπερπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πίπτω]]<br /><b>1.</b> (για [[νερό]]) [[πέφτω]] από [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> (για βέλη ή ακόντια) [[διέρχομαι]] [[πάνω]] από [[κάτι]] και [[πέφτω]] [[πέρα]] από αυτό<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[παρέρχομαι]], [[περνώ]]<br /><b>4.</b> [[εξέχω]].
|mltxt=Α [[πίπτω]]<br /><b>1.</b> (για [[νερό]]) [[πέφτω]] από [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> (για βέλη ή ακόντια) [[διέρχομαι]] [[πάνω]] από [[κάτι]] και [[πέφτω]] [[πέρα]] από αυτό<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[παρέρχομαι]], [[περνώ]]<br /><b>4.</b> [[εξέχω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[πέφτω]] από πάνω, περνώ πάνω από, χύνομαι πάνω από, [[επιρρίπτω]], [[εκτοξεύω]], [[εκσφενδονίζω]], σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[παρέρχομαι]], περνώ, σε Ηρόδ.
}}
}}