Anonymous

ὑπερπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[πέφτω]] από πάνω, περνώ πάνω από, χύνομαι πάνω από, [[επιρρίπτω]], [[εκτοξεύω]], [[εκσφενδονίζω]], σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[παρέρχομαι]], περνώ, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὑπερπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[πέφτω]] από πάνω, περνώ πάνω από, χύνομαι πάνω από, [[επιρρίπτω]], [[εκτοξεύω]], [[εκσφενδονίζω]], σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[παρέρχομαι]], περνώ, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερπίπτω:''' <b class="num">1)</b> выпадать через край, (о реках) разливаться Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> проходить, миновать (τῆς Αἰγύπτου Arst.): ἢν ὑπερπέσῃ ἡ [[νῦν]] [[ἡμέρη]] Her. если будет упущен нынешний день.
}}
}}