Anonymous

ὑπομονή: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπομονή]], ΝΑ [[ὑπομένω]]<br />[[ιδιότητα]] ή [[κατάσταση]] του υπομονητικού, [[εγκαρτέρηση]]<br /><b>2.</b> [[ανοχή]], [[ανεκτικότητα]] (α. «[[είναι]] εκπληκτική η [[υπομονή]] που δείχνεις στις προσβολές που σού κάνει» β. «ἡ δὲ ἀπόνοιά ἐστιν [[ὑπομονή]], αἰσχρῶν ἔργων τε καὶ λόγων», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικότερα) η [[ιδιότητα]] [[αυτού]] που έχει τη [[δύναμη]] να περιμένει, που δεν βιάζεται («έκανε [[υπομονή]] [[πέντε]] ολόκληρα [[χρόνια]] ώσπου να διοριστεί»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ήρεμη θυμική [[κατάσταση]] και [[ψυχραιμία]] («[[θαυμάζω]] την [[υπομονή]] του δασκάλου μας στα όσα του κάνουμε»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω [ή [[κάνω]]] [[υπομονή]]» — [[δείχνω]] [[καρτερικότητα]]<br />β) «[[χάνω]] την [[υπομονή]] μου» — [[αγανακτώ]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ιώβεια [[υπομονή]]» — πολύ [[μεγάλη]] [[υπομονή]], όπως αυτή που έδειξε ο Ιώβ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[υπομένω]], η [[προς]] τα [[πίσω]] [[παραμονή]]<br /><b>2.</b> (με αρνητική σημ.) [[ισχυρογνωμοσύνη]]<br /><b>3.</b> [[ανθεκτικότητα]]<br /><b>4.</b> (για φυτά) [[αντοχή]] («τῆς δὲ ὑπομονής αἴτιον ἡ [[ὑγρότης]]», Θεόφρ.).
|mltxt=η / [[ὑπομονή]], ΝΑ [[ὑπομένω]]<br />[[ιδιότητα]] ή [[κατάσταση]] του υπομονητικού, [[εγκαρτέρηση]]<br /><b>2.</b> [[ανοχή]], [[ανεκτικότητα]] (α. «[[είναι]] εκπληκτική η [[υπομονή]] που δείχνεις στις προσβολές που σού κάνει» β. «ἡ δὲ ἀπόνοιά ἐστιν [[ὑπομονή]], αἰσχρῶν ἔργων τε καὶ λόγων», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικότερα) η [[ιδιότητα]] [[αυτού]] που έχει τη [[δύναμη]] να περιμένει, που δεν βιάζεται («έκανε [[υπομονή]] [[πέντε]] ολόκληρα [[χρόνια]] ώσπου να διοριστεί»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ήρεμη θυμική [[κατάσταση]] και [[ψυχραιμία]] («[[θαυμάζω]] την [[υπομονή]] του δασκάλου μας στα όσα του κάνουμε»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω [ή [[κάνω]]] [[υπομονή]]» — [[δείχνω]] [[καρτερικότητα]]<br />β) «[[χάνω]] την [[υπομονή]] μου» — [[αγανακτώ]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ιώβεια [[υπομονή]]» — πολύ [[μεγάλη]] [[υπομονή]], όπως αυτή που έδειξε ο Ιώβ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[υπομένω]], η [[προς]] τα [[πίσω]] [[παραμονή]]<br /><b>2.</b> (με αρνητική σημ.) [[ισχυρογνωμοσύνη]]<br /><b>3.</b> [[ανθεκτικότητα]]<br /><b>4.</b> (για φυτά) [[αντοχή]] («τῆς δὲ ὑπομονής αἴτιον ἡ [[ὑγρότης]]», Θεόφρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπομονή:''' ἡ ([[ὑπομένω]])·<br /><b class="num">I.</b> το να παραμένει [[κάτι]] [[πίσω]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανθεκτικότητα]], [[ανοχή]], [[καρτερία]], στον ίδ.· [[ανθεκτικότητα]], το [[σθένος]] να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], <i>αἰσχρῶν ἔργα</i>, σε Θεόφρ.
}}
}}