Anonymous

ὑπομένω: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπομένω]], ΝΜΑ [[μένω]]<br />[[κάνω]] [[υπομονή]], [[δείχνω]] εγκαρτέρηοτ|, [[υποφέρω]] ή [[ανέχομαι]] [[κάτι]] (α. «οι Έλληνες στρατιώτες που πολέμησαν στη Μικρά Ασία υπέμειναν πολλές κακουχίες» β. «δούλειον ζυγὸν ὑπομένειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] [[πίσω]] («οἱ δ' ἅμα πάντες ἀϊδρείῃσιν ἕποντο<br />Εὐρύλοχος δ' ὑπέμεινεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μένω]] σε έναν [[τόπο]] για ένα [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[παραμένω]]<br /><b>3.</b> [[μένω]] [[ζωντανός]]<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[είμαι]] [[διαρκής]], [[αιώνιος]]<br /><b>5.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] («τὰς δωρεὰς οὐχ ὑπέμειναν», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> [[αντιμετωπίζω]] μια [[κατάσταση]]<br /><b>7.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] αποταμιευμένος για [[χάρη]] κάποιου<br /><b>8.</b> (σχετικά με πλούτο) έχω στην [[κατοχή]] μου<br /><b>9.</b> [[μένω]] [[σταθερός]], [[μένω]] [[αμετακίνητος]] στη [[θέση]] μου («οἱ Νάξιοι πρὸς τὰ ὄρεα οἴχοντο φεύγοντες [[οὐδέ]] ὑπέμειναν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> (σχετικά με πρόσ. ή καταστάσεις) [[περιμένω]], [[αναμένω]] (α. «καὶ ὑπέμενε ἐνταῡθα τὸν Καμβύσεω στρατόν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ὅσα ἡμᾱς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπομένει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> (με απρμφ. μέλλ.) [[υπόσχομαι]] να...<br /><b>12.</b> (με απαρμφ.) α) [[τολμώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />β) [[υποκύπτω]] στο να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «τὴν ναυτίαν οὐχ ὑπομένουσιν» — δεν υποφέρουν από [[ναυτία]] <b>(Σωρ.)</b>.
|mltxt=[[ὑπομένω]], ΝΜΑ [[μένω]]<br />[[κάνω]] [[υπομονή]], [[δείχνω]] εγκαρτέρηοτ|, [[υποφέρω]] ή [[ανέχομαι]] [[κάτι]] (α. «οι Έλληνες στρατιώτες που πολέμησαν στη Μικρά Ασία υπέμειναν πολλές κακουχίες» β. «δούλειον ζυγὸν ὑπομένειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] [[πίσω]] («οἱ δ' ἅμα πάντες ἀϊδρείῃσιν ἕποντο<br />Εὐρύλοχος δ' ὑπέμεινεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μένω]] σε έναν [[τόπο]] για ένα [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[παραμένω]]<br /><b>3.</b> [[μένω]] [[ζωντανός]]<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[είμαι]] [[διαρκής]], [[αιώνιος]]<br /><b>5.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] («τὰς δωρεὰς οὐχ ὑπέμειναν», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> [[αντιμετωπίζω]] μια [[κατάσταση]]<br /><b>7.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] αποταμιευμένος για [[χάρη]] κάποιου<br /><b>8.</b> (σχετικά με πλούτο) έχω στην [[κατοχή]] μου<br /><b>9.</b> [[μένω]] [[σταθερός]], [[μένω]] [[αμετακίνητος]] στη [[θέση]] μου («οἱ Νάξιοι πρὸς τὰ ὄρεα οἴχοντο φεύγοντες [[οὐδέ]] ὑπέμειναν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> (σχετικά με πρόσ. ή καταστάσεις) [[περιμένω]], [[αναμένω]] (α. «καὶ ὑπέμενε ἐνταῡθα τὸν Καμβύσεω στρατόν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ὅσα ἡμᾱς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπομένει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> (με απρμφ. μέλλ.) [[υπόσχομαι]] να...<br /><b>12.</b> (με απαρμφ.) α) [[τολμώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />β) [[υποκύπτω]] στο να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «τὴν ναυτίαν οὐχ ὑπομένουσιν» — δεν υποφέρουν από [[ναυτία]] <b>(Σωρ.)</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπομένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ὑπ-έμεινα</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μένω]] [[πίσω]], [[επιζώ]], [[παραμένω]] στη [[ζωή]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ.,<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. προσ., [[περιμένω]] κάποιον, [[περιμένω]] την επίθεσή του, [[αναμένω]] την [[εισβολή]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[ὑπομένω]] [[τὰς]] Σειρῆνας, [[αντιμετωπίζω]] με [[παρρησία]] το [[παρουσιαστικό]] τους, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[δείχνω]] [[υπομονή]] [[κάτω]] από, [[υπομένω]] καρτερικά, με [[υπομονή]], υποτάσσομαι, [[υποκύπτω]], παραδίδομαι σε, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[ὑπομένω]] τὴν κρίσιν, [[περιμένω]] τη [[δίκη]], σε Αισχίν.· [[περιμένω]] για [[κάτι]], <i>τὴν ἑορτήν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[μένω]] στον [[τόπο]] μου, [[μένω]] [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ὑπομένων καρτερεῖν</i>, [[βαστώ]] υπομονετικά, σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[δέχομαι]] ή [[τολμώ]] να κάνω [[κάτι]], [[περιμένω]] να κάνω [[κάτι]], [[επιμένω]] να κάνω [[κάτι]], όπως το Λατ. sustinere, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> ομοίως με μτχ. που αναφέρεται στο [[υποκείμενο]] (συνημμένη), <i>εἰ ὑπομενέουσι χεῖρας ἀνταειρόμενοι</i>, εάν θα τολμήσουν να σηκώσουν τα χέρια τους [[εναντίον]] μου, σε Ηρόδ.· <i>ὑπομένει ὠφελούμένος</i>, συναινεί, συμφωνεί στο να βοηθηθεί, σε Πλάτ.· με μτχ. που αναφέρεται στο [[αντικείμενο]] (συνημμένη), [[ὑπομένω]] Ξέρξην ἐπιόντα, περιμένοντας την επίθεσή του, σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}