3,274,754
edits
(44) |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάνω]] μέτρια και εσκεμμένη [[χρήση]], [[καταναλώνω]] με [[μέτρο]], [[διαθέτω]] με [[περίσκεψη]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[φειδωλός]], [[κάνω]] [[οικονομία]], [[τσιγγουνεύομαι]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) [[διατηρώ]] σώο, [[αφήνω]] απείραχτο, [[λυπάμαι]], ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων όταν πρόκειται να αντιμετωπιστούν προβλήματα υγείας» β. «τοῡ ἰδίου υἱοῡ οὐκ ἐφείσατο», ΚΔ<br />γ. «μή φείδεσθε στρατοῡ», <b>Σοφ.</b><br />δ. «[[οὐδέ]] τῆς ψυχῆς ἐφείσαντο», <b>Δημοσθ.</b><br />ε. «οὐ φείσατο... νευρᾱς [[Ἡρακλέης]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χρόνου φείδου» — μην αφήνεις να περνά ο [[χρόνος]] [[χωρίς]] να τον εκμεταλλεύεσαι, μη χάνεις άσκοπα τον καιρό σου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) <i>φειδόμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />α) [[φειδωλός]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[διστακτικός]], [[δειλός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ. και με ζώα) [[φροντίζω]], [[επιμελούμαι]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[οικονόμος]], ζω με [[φειδώ]] («φείδεσθε μὲν [[ἄμεινον]]», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποφεύγω]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[απέχω]] από [[κάτι]], [[παύω]] μια [[ενέργεια]] (α. «φείσεσθε της θήρας», Βίων<br />β. «φείδου... λέγειν [[κακά]]», <b>Ευρ.</b><br />γ. «μὴ φείδου διδάσκειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[απομακρύνω]] ή [[αποκρούω]] [[κάτι]] (ἐφείσατο δὲ τῆς ψυχῆς αὐτοῡ ἀπὸ θανάτου», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φείδομαι]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bhei</i>-<i>d</i>- «[[σχίζω]], [[χωρίζω]]» και συνδέεται με: γοτθ. <i>beitan</i> «[[δαγκώνω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>b</i><i>ī</i><i>zzan</i> «[[δαγκώνω]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>beiβen</i>), αγγλοσαξ. <i>b</i><i>ī</i><i>tan</i> «[[δαγκώνω]]», <i>biter</i> «[[αιχμηρός]], [[πικρός]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>bite</i> «[[δαγκώνω]]», <i>bitter</i> «[[πικρός]]»), [[καθώς]] και με τ. που εμφανίζουν έρρινο [[ένθημα]]: αρχ. ινδ. <i>bhi</i>-<i>n</i>-<i>admi</i> «[[σχίζω]], [[χωρίζω]]», λατ. <i>findo</i> «[[σχίζω]]» (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>fendre</i>). Επομένως, αρχική σημ. του ρ. [[φείδομαι]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί μια σημ. «χωρίζομαι από κάποιον» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. «απομακρύνομαι, [[αποφεύγω]], [[αποχωρώ]]» του ρ. στις φρ. <i>θάλασσας φειδόμεθα</i>, <i>φείσασθαι κελεύθον</i>), η οποία στη [[συνέχεια]] έλαβε την ιδιαίτερη [[χροιά]] «[[χωρίζω]] [[κάτι]], το [[βάζω]] στην [[άκρη]] για να το χρησιμοποιήσω για τον εαυτό μου» (ενδεικτική της σημ. αυτής [[είναι]] και η [[μέση]] [[διάθεση]] του ρ. και η [[σύνταξη]] του με γεν. προερχόμενη από μια αρχ. αφαιρετική). Από τη σημ. αυτή προήλθαν και οι σημ. «[[δαπανώ]], [[καταναλώνω]] με [[σύνεση]]», «[[είμαι]] [[οικονόμος]]», «[[είμαι]] [[φιλάργυρος]]» [[αλλά]] και «[[φροντίζω]], [[προνοώ]] για τα αναγκαία, [[συντηρώ]], [[διατηρώ]]»]. | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάνω]] μέτρια και εσκεμμένη [[χρήση]], [[καταναλώνω]] με [[μέτρο]], [[διαθέτω]] με [[περίσκεψη]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[φειδωλός]], [[κάνω]] [[οικονομία]], [[τσιγγουνεύομαι]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) [[διατηρώ]] σώο, [[αφήνω]] απείραχτο, [[λυπάμαι]], ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων όταν πρόκειται να αντιμετωπιστούν προβλήματα υγείας» β. «τοῡ ἰδίου υἱοῡ οὐκ ἐφείσατο», ΚΔ<br />γ. «μή φείδεσθε στρατοῡ», <b>Σοφ.</b><br />δ. «[[οὐδέ]] τῆς ψυχῆς ἐφείσαντο», <b>Δημοσθ.</b><br />ε. «οὐ φείσατο... νευρᾱς [[Ἡρακλέης]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χρόνου φείδου» — μην αφήνεις να περνά ο [[χρόνος]] [[χωρίς]] να τον εκμεταλλεύεσαι, μη χάνεις άσκοπα τον καιρό σου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) <i>φειδόμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />α) [[φειδωλός]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[διστακτικός]], [[δειλός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ. και με ζώα) [[φροντίζω]], [[επιμελούμαι]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[οικονόμος]], ζω με [[φειδώ]] («φείδεσθε μὲν [[ἄμεινον]]», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποφεύγω]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[απέχω]] από [[κάτι]], [[παύω]] μια [[ενέργεια]] (α. «φείσεσθε της θήρας», Βίων<br />β. «φείδου... λέγειν [[κακά]]», <b>Ευρ.</b><br />γ. «μὴ φείδου διδάσκειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[απομακρύνω]] ή [[αποκρούω]] [[κάτι]] (ἐφείσατο δὲ τῆς ψυχῆς αὐτοῡ ἀπὸ θανάτου», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φείδομαι]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bhei</i>-<i>d</i>- «[[σχίζω]], [[χωρίζω]]» και συνδέεται με: γοτθ. <i>beitan</i> «[[δαγκώνω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>b</i><i>ī</i><i>zzan</i> «[[δαγκώνω]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>beiβen</i>), αγγλοσαξ. <i>b</i><i>ī</i><i>tan</i> «[[δαγκώνω]]», <i>biter</i> «[[αιχμηρός]], [[πικρός]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>bite</i> «[[δαγκώνω]]», <i>bitter</i> «[[πικρός]]»), [[καθώς]] και με τ. που εμφανίζουν έρρινο [[ένθημα]]: αρχ. ινδ. <i>bhi</i>-<i>n</i>-<i>admi</i> «[[σχίζω]], [[χωρίζω]]», λατ. <i>findo</i> «[[σχίζω]]» (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>fendre</i>). Επομένως, αρχική σημ. του ρ. [[φείδομαι]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί μια σημ. «χωρίζομαι από κάποιον» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. «απομακρύνομαι, [[αποφεύγω]], [[αποχωρώ]]» του ρ. στις φρ. <i>θάλασσας φειδόμεθα</i>, <i>φείσασθαι κελεύθον</i>), η οποία στη [[συνέχεια]] έλαβε την ιδιαίτερη [[χροιά]] «[[χωρίζω]] [[κάτι]], το [[βάζω]] στην [[άκρη]] για να το χρησιμοποιήσω για τον εαυτό μου» (ενδεικτική της σημ. αυτής [[είναι]] και η [[μέση]] [[διάθεση]] του ρ. και η [[σύνταξη]] του με γεν. προερχόμενη από μια αρχ. αφαιρετική). Από τη σημ. αυτή προήλθαν και οι σημ. «[[δαπανώ]], [[καταναλώνω]] με [[σύνεση]]», «[[είμαι]] [[οικονόμος]]», «[[είμαι]] [[φιλάργυρος]]» [[αλλά]] και «[[φροντίζω]], [[προνοώ]] για τα αναγκαία, [[συντηρώ]], [[διατηρώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φείδομαι:''' ποιητ. γʹ πληθ. παρατ. <i>φείδοντο</i>· μέλ. [[φείσομαι]], Επικ. <i>πεφῐδήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐφεισάμην]], Επικ. γʹ ενικ. <i>φείσατο</i>· Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>πεφῐδόμην</i>, ευκτ. <i>πεφῐδοίμην</i>, απαρ. [[πεφιδέσθαι]]· αποθ., κάνω [[οικονομία]], Λατ. parcere.<br /><b class="num">I.</b>[[φείδομαι]] ανθρώπων και πραγμάτων στον πόλεμο, δηλ. δεν τους [[καταστρέφω]], με γεν., σε Όμηρ., Αττ.· απόλ., [[λυπάμαι]], ευσπλαχνίζομαι, είμαι [[ελεήμων]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> κάνω [[οικονομία]] στη [[χρήση]], συγκρατούμαι στη [[χρήση]], [[χρησιμοποιώ]] με [[φειδώ]], <i>ἵππων φειδόμενος</i> δηλ. [[φροντίζω]] γι' αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ [[φείδεο]] σίτου, σε Ησίοδ.· [[φείδεο]] [[τῶν]] [[νεῶν]], σε Ηρόδ.· τί φειδόμεσθα [[τῶν]] λίθων; [[γιατί]] αποφεύγουμε να τις χρησιμοποιούμε; σε Αριστοφ.· φείδ. [[μήτε]] χρημάτων [[μήτε]] πόνων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., είμαι [[φειδωλός]], είμαι [[οικονομικός]], ζω οικονομικά, σε Θέογν.· <i>οἱ γεωργοῦντες καὶ φειδόμενος</i>, σε Δημ.· η μτχ. αυτή χρησιμ. ως επίθ. = [[φειδωλός]], σε Αριστοφ.· επίρρ. [[φειδομένως]], με [[φειδώ]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> απομακρύνομαι από, <i>τοῦ κινδύνου</i>, σε Ξεν.· <i>φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς</i>, μην οπισθοχωρήσεις [[καθόλου]] από αυτά που έχεις στο [[μυαλό]], σε Σοφ.· επίσης με απαρ., [[σταματώ]] ή [[παύω]] να κάνω, [[απέχω]] από το να κάνω, σε Ευρ. | |||
}} | }} |