Anonymous

φείδομαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φείδομαι:''' ποιητ. γʹ πληθ. παρατ. <i>φείδοντο</i>· μέλ. [[φείσομαι]], Επικ. <i>πεφῐδήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐφεισάμην]], Επικ. γʹ ενικ. <i>φείσατο</i>· Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>πεφῐδόμην</i>, ευκτ. <i>πεφῐδοίμην</i>, απαρ. [[πεφιδέσθαι]]· αποθ., κάνω [[οικονομία]], Λατ. parcere.<br /><b class="num">I.</b>[[φείδομαι]] ανθρώπων και πραγμάτων στον πόλεμο, δηλ. δεν τους [[καταστρέφω]], με γεν., σε Όμηρ., Αττ.· απόλ., [[λυπάμαι]], ευσπλαχνίζομαι, είμαι [[ελεήμων]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> κάνω [[οικονομία]] στη [[χρήση]], συγκρατούμαι στη [[χρήση]], [[χρησιμοποιώ]] με [[φειδώ]], <i>ἵππων φειδόμενος</i> δηλ. [[φροντίζω]] γι' αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ [[φείδεο]] σίτου, σε Ησίοδ.· [[φείδεο]] [[τῶν]] [[νεῶν]], σε Ηρόδ.· τί φειδόμεσθα [[τῶν]] λίθων; [[γιατί]] αποφεύγουμε να τις χρησιμοποιούμε; σε Αριστοφ.· φείδ. [[μήτε]] χρημάτων [[μήτε]] πόνων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., είμαι [[φειδωλός]], είμαι [[οικονομικός]], ζω οικονομικά, σε Θέογν.· <i>οἱ γεωργοῦντες καὶ φειδόμενος</i>, σε Δημ.· η μτχ. αυτή χρησιμ. ως επίθ. = [[φειδωλός]], σε Αριστοφ.· επίρρ. [[φειδομένως]], με [[φειδώ]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> απομακρύνομαι από, <i>τοῦ κινδύνου</i>, σε Ξεν.· <i>φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς</i>, μην οπισθοχωρήσεις [[καθόλου]] από αυτά που έχεις στο [[μυαλό]], σε Σοφ.· επίσης με απαρ., [[σταματώ]] ή [[παύω]] να κάνω, [[απέχω]] από το να κάνω, σε Ευρ.
|lsmtext='''φείδομαι:''' ποιητ. γʹ πληθ. παρατ. <i>φείδοντο</i>· μέλ. [[φείσομαι]], Επικ. <i>πεφῐδήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐφεισάμην]], Επικ. γʹ ενικ. <i>φείσατο</i>· Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>πεφῐδόμην</i>, ευκτ. <i>πεφῐδοίμην</i>, απαρ. [[πεφιδέσθαι]]· αποθ., κάνω [[οικονομία]], Λατ. parcere.<br /><b class="num">I.</b>[[φείδομαι]] ανθρώπων και πραγμάτων στον πόλεμο, δηλ. δεν τους [[καταστρέφω]], με γεν., σε Όμηρ., Αττ.· απόλ., [[λυπάμαι]], ευσπλαχνίζομαι, είμαι [[ελεήμων]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> κάνω [[οικονομία]] στη [[χρήση]], συγκρατούμαι στη [[χρήση]], [[χρησιμοποιώ]] με [[φειδώ]], <i>ἵππων φειδόμενος</i> δηλ. [[φροντίζω]] γι' αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ [[φείδεο]] σίτου, σε Ησίοδ.· [[φείδεο]] [[τῶν]] [[νεῶν]], σε Ηρόδ.· τί φειδόμεσθα [[τῶν]] λίθων; [[γιατί]] αποφεύγουμε να τις χρησιμοποιούμε; σε Αριστοφ.· φείδ. [[μήτε]] χρημάτων [[μήτε]] πόνων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., είμαι [[φειδωλός]], είμαι [[οικονομικός]], ζω οικονομικά, σε Θέογν.· <i>οἱ γεωργοῦντες καὶ φειδόμενος</i>, σε Δημ.· η μτχ. αυτή χρησιμ. ως επίθ. = [[φειδωλός]], σε Αριστοφ.· επίρρ. [[φειδομένως]], με [[φειδώ]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> απομακρύνομαι από, <i>τοῦ κινδύνου</i>, σε Ξεν.· <i>φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς</i>, μην οπισθοχωρήσεις [[καθόλου]] από αυτά που έχεις στο [[μυαλό]], σε Σοφ.· επίσης με απαρ., [[σταματώ]] ή [[παύω]] να κάνω, [[απέχω]] από το να κάνω, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φείδομαι:''' (fut. [[φείσομαι]] - эп. [[πεφιδήσομαι|πεφῐδήσομαι]]; aor. 1 [[ἐφεισάμην]], эп. aor. 2 πεφῐδόμην, pf. [[πέφεισμαι]])<br /><b class="num">1)</b> щадить: φ. τινος Hom., Aesch., Soph., Her., Thuc. щадить кого(что)-л.; [[φείσασθαι]] καὶ ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ Thuc. сжалившись, дать пощаду;<br /><b class="num">2)</b> быть бережливым: μὴ [[φείδεο]] σίτου Hes. не жалей корма; [[μήτε]] χρημάτων φ. [[μήτε]] πόνων Plat. не жалеть ни средств, ни трудов; [[ἰδίᾳ]] τῶν ὄντων φ. Lys. быть бережливым в личной жизни; φειδόμενος ὡς οὐδεὶς [[ἀνήρ]] Arph. бережливый как никто; ἔπαινοι ἢ ψόγοι [[πάνυ]] πεφεισμένοι Luc. весьма скупые похвалы или порицания; φειδόμενον [[βλέμμα]] или φειδόμενα ὄμματα Anth. беглые взгляды; φειδομένῳ χείλει φιλεῖν Anth. целовать робко или украдкой;<br /><b class="num">3)</b> воздерживаться, избегать (τινος Pind., Xen.): τοῦ λέγειν, ἃ μὴ [[σαφῶς]] εἰδείη, φ. [[δεῖ]] Xen. не следует говорить того, чего ты не знаешь достоверно; τὸ φειδόμενον, sc. ὀργῆς Plut. подавляя гнев; φειδόμενος τῆς τοῦ λόγου ἀμετρίας Plut. воздерживаясь от пространных речей; φείδου μηδὲν ὧν ἐπίστασαι Eur. пускай в ход все свои знания; μὴ φείδου, εἴ τι ἔχεις, διδάσκειν Xen. учи всему, чему можешь.
}}
}}