Anonymous

ὑποφεύγω: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[φεύγω]]<br /><b>1.</b> [[διαφεύγω]], [[κατορθώνω]] να ξεφύγω<br /><b>2.</b> αποσύρομαι, απομακρύνομαι.
|mltxt=Α [[φεύγω]]<br /><b>1.</b> [[διαφεύγω]], [[κατορθώνω]] να ξεφύγω<br /><b>2.</b> αποσύρομαι, απομακρύνομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποφεύγω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ξεφεύγω]] [[κρυφά]], [[κατορθώνω]] να ξεφύγω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· [[αποσύρω]] από, [[προσπαθώ]] να αποφύγω [[κάτι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., αποσύρομαι για λίγο, [[λιγάκι]], απομακρύνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}