Anonymous

ὑποφεύγω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποφεύγω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ξεφεύγω]] [[κρυφά]], [[κατορθώνω]] να ξεφύγω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· [[αποσύρω]] από, [[προσπαθώ]] να αποφύγω [[κάτι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., αποσύρομαι για λίγο, [[λιγάκι]], απομακρύνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ὑποφεύγω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ξεφεύγω]] [[κρυφά]], [[κατορθώνω]] να ξεφύγω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· [[αποσύρω]] από, [[προσπαθώ]] να αποφύγω [[κάτι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., αποσύρομαι για λίγο, [[λιγάκι]], απομακρύνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποφεύγω:''' <b class="num">1)</b> убегать, ускользать Hom.: ὑ. τινά (τι) Hom., Eur., Thuc. бежать от (избегать) кого(чего)-л.;<br /><b class="num">2)</b> отходить, отступать, уклоняться (μάχεσθαι μὲν μή, ὑ. δέ Her.).
}}
}}