Anonymous

φρικώδης: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[φρικώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[φρίξ]], <i>φρικός</i>]<br />[[φρικαλέος]], [[φρικτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για παθολογική [[κατάσταση]]) αυτός που συνοδεύεται από [[ρίγος]] («πυρετὸς [[φρικώδης]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί θρησκευτικό [[δέος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ φρικῶδες</i><br />α) <b>ως ουσ.</b> η [[τραχύτητα]] δέρματος που ανατριχιάζει<br />β) (<b>ως επίρρ.</b>) [[φρικτά]], [[φρικωδώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φρικωδώς]] / <i>φρικωδῶς</i>, ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο φρικώδη, [[φρικτά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἔχω φρικωδῶς» — [[εμπνέω]] [[φρίκη]] (<b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=-ες / [[φρικώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[φρίξ]], <i>φρικός</i>]<br />[[φρικαλέος]], [[φρικτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για παθολογική [[κατάσταση]]) αυτός που συνοδεύεται από [[ρίγος]] («πυρετὸς [[φρικώδης]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί θρησκευτικό [[δέος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ φρικῶδες</i><br />α) <b>ως ουσ.</b> η [[τραχύτητα]] δέρματος που ανατριχιάζει<br />β) (<b>ως επίρρ.</b>) [[φρικτά]], [[φρικωδώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φρικωδώς]] / <i>φρικωδῶς</i>, ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο φρικώδη, [[φρικτά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἔχω φρικωδῶς» — [[εμπνέω]] [[φρίκη]] (<b>Δημοσθ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''φρῑκώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που συνδέεται με τη [[φρίκη]], [[φρικτός]], σε Ευρ., Αριστοφ.· ουδ. <i>φρικῶδες</i>, ως επίρρ., με [[φρίκη]], [[φρικτά]], σε Ευρ.· επίρρ. <i>-δῶς</i>, υπερθ. <i>φρικωδέστατα ἔχειν</i>, βρίσκομαι στην απόλυτη [[φρίκη]], σε Δημ.
}}
}}