3,277,197
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρῑκώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που συνδέεται με τη [[φρίκη]], [[φρικτός]], σε Ευρ., Αριστοφ.· ουδ. <i>φρικῶδες</i>, ως επίρρ., με [[φρίκη]], [[φρικτά]], σε Ευρ.· επίρρ. <i>-δῶς</i>, υπερθ. <i>φρικωδέστατα ἔχειν</i>, βρίσκομαι στην απόλυτη [[φρίκη]], σε Δημ. | |lsmtext='''φρῑκώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που συνδέεται με τη [[φρίκη]], [[φρικτός]], σε Ευρ., Αριστοφ.· ουδ. <i>φρικῶδες</i>, ως επίρρ., με [[φρίκη]], [[φρικτά]], σε Ευρ.· επίρρ. <i>-δῶς</i>, υπερθ. <i>φρικωδέστατα ἔχειν</i>, βρίσκομαι στην απόλυτη [[φρίκη]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρῑκώδης:''' приводящий в трепет, ужасный, страшный ([[ὄψις]] Arph.; [[θέαμα]], ὅρκοι Plut.): [[βρόμος]] φ. κλύειν Eur. страшный грохот; φρικῶδες ἀντιφθέγγεσθαι Eur. откликаться страшным грохотом. | |||
}} | }} |