Anonymous

φρικώδης: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρῑκώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που συνδέεται με τη [[φρίκη]], [[φρικτός]], σε Ευρ., Αριστοφ.· ουδ. <i>φρικῶδες</i>, ως επίρρ., με [[φρίκη]], [[φρικτά]], σε Ευρ.· επίρρ. <i>-δῶς</i>, υπερθ. <i>φρικωδέστατα ἔχειν</i>, βρίσκομαι στην απόλυτη [[φρίκη]], σε Δημ.
|lsmtext='''φρῑκώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που συνδέεται με τη [[φρίκη]], [[φρικτός]], σε Ευρ., Αριστοφ.· ουδ. <i>φρικῶδες</i>, ως επίρρ., με [[φρίκη]], [[φρικτά]], σε Ευρ.· επίρρ. <i>-δῶς</i>, υπερθ. <i>φρικωδέστατα ἔχειν</i>, βρίσκομαι στην απόλυτη [[φρίκη]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''φρῑκώδης:''' приводящий в трепет, ужасный, страшный ([[ὄψις]] Arph.; [[θέαμα]], ὅρκοι Plut.): [[βρόμος]] φ. κλύειν Eur. страшный грохот; φρικῶδες ἀντιφθέγγεσθαι Eur. откликаться страшным грохотом.
}}
}}