Anonymous

φοινικόλοφος: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[λοφίο]] από κόκκινα φτερά («ἀλεκτρυόνες φοινικόλοφοι», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -οίνικος<br />«πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξανθό</i>-<i>λοφος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>λοφος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[λοφίο]] από κόκκινα φτερά («ἀλεκτρυόνες φοινικόλοφοι», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -οίνικος<br />«πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξανθό</i>-<i>λοφος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>λοφος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φοινῑκόλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[λοφίο]] κόκκινο ή πορφυρό, σε Ευρ.
}}
}}