3,271,435
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φοινῑκόλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[λοφίο]] κόκκινο ή πορφυρό, σε Ευρ. | |lsmtext='''φοινῑκόλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[λοφίο]] κόκκινο ή πορφυρό, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φοινῑκόλοφος:''' с пурпурным гребнем или хохолком ([[δράκων]] Eur.; [[ὄρνις]] Theocr.). | |||
}} | }} |