Anonymous

φρόνιμος: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φρόνιμος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ίμη Α<br /><b>1.</b> [[σώφρων]], [[συνετός]], [[μυαλωμένος]], [[γνωστικός]] (α. «[[είναι]] φρόνιμο και ευγενικό [[παιδί]]» β. «ὡς φρόνιμον καὶ εὐγενικὸν οἱ ὅλοι τὸν ἐκλέξαν», Χρον. Μoρ.)<br /><b>2.</b> (για [[σκέψη]] ή [[πράξη]]) αυτός που φανερώνει [[σύνεση]], [[φρόνηση]]<br /><b>3.</b> [[εγκρατής]], [[μετριοπαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «τών φρονίμων τα [[παιδιά]] [[πριν]] πεινάσουν μαγειρεύουν» — δηλώνει ότι οι συνετοί άνθρωποι προνοούν έγκαιρα για το [[μέλλον]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σώες]] τις [[φρένες]] του, [[λογικός]]<br /><b>2.</b> (για [[πτηνό]]) αυτός που προοιωνίζεται το [[μέλλον]] («τοὺς [[ἄνωθεν]] φρονιμωτάτους οἰωνοὺς ἐσορώμενοι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώο) [[ευφυής]], [[πανούργος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φρόνιμον</i><br />[[φρονιμάδα]], [[σύνεση]], [[σωφροσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φρον</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας της λ. [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γόν</i>-<i>ιμος</i>, [[τρόφιμος]])].
|mltxt=-η, -ο / [[φρόνιμος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ίμη Α<br /><b>1.</b> [[σώφρων]], [[συνετός]], [[μυαλωμένος]], [[γνωστικός]] (α. «[[είναι]] φρόνιμο και ευγενικό [[παιδί]]» β. «ὡς φρόνιμον καὶ εὐγενικὸν οἱ ὅλοι τὸν ἐκλέξαν», Χρον. Μoρ.)<br /><b>2.</b> (για [[σκέψη]] ή [[πράξη]]) αυτός που φανερώνει [[σύνεση]], [[φρόνηση]]<br /><b>3.</b> [[εγκρατής]], [[μετριοπαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «τών φρονίμων τα [[παιδιά]] [[πριν]] πεινάσουν μαγειρεύουν» — δηλώνει ότι οι συνετοί άνθρωποι προνοούν έγκαιρα για το [[μέλλον]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σώες]] τις [[φρένες]] του, [[λογικός]]<br /><b>2.</b> (για [[πτηνό]]) αυτός που προοιωνίζεται το [[μέλλον]] («τοὺς [[ἄνωθεν]] φρονιμωτάτους οἰωνοὺς ἐσορώμενοι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώο) [[ευφυής]], [[πανούργος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φρόνιμον</i><br />[[φρονιμάδα]], [[σύνεση]], [[σωφροσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φρον</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας της λ. [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γόν</i>-<i>ιμος</i>, [[τρόφιμος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φρόνῐμος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει σώας τας φρένας, [[φρόνιμος]], [[συνετός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ατάραχος]], [[ακίνητος]], [[φρόνιμος]], σε Ξεν.· <i>τὸ φρόνιμον</i>, ύπαρξη σύνεσης, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[σοφός]], [[ευαίσθητος]], [[συνετός]], Λατ. [[prudens]], σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ φρόνιμον</i>, [[σύνεση]], στον ίδ.· και σε πληθ., [[ἄπορος]] ἐπὶ [[φρόνιμα]], στερημένος από [[μυαλό]], σε Σοφ.· <i>φρονιμώτατα λέγειν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> επίρρ. <i>-μως</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· [[φρονίμως]] ἔχειν, σε Ξεν.· συγκρ. <i>φρονιμώτερον</i>, σε Ισοκρ.
}}
}}