Anonymous

φρόνιμος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρόνῐμος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει σώας τας φρένας, [[φρόνιμος]], [[συνετός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ατάραχος]], [[ακίνητος]], [[φρόνιμος]], σε Ξεν.· <i>τὸ φρόνιμον</i>, ύπαρξη σύνεσης, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[σοφός]], [[ευαίσθητος]], [[συνετός]], Λατ. [[prudens]], σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ φρόνιμον</i>, [[σύνεση]], στον ίδ.· και σε πληθ., [[ἄπορος]] ἐπὶ [[φρόνιμα]], στερημένος από [[μυαλό]], σε Σοφ.· <i>φρονιμώτατα λέγειν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> επίρρ. <i>-μως</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· [[φρονίμως]] ἔχειν, σε Ξεν.· συγκρ. <i>φρονιμώτερον</i>, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''φρόνῐμος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει σώας τας φρένας, [[φρόνιμος]], [[συνετός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ατάραχος]], [[ακίνητος]], [[φρόνιμος]], σε Ξεν.· <i>τὸ φρόνιμον</i>, ύπαρξη σύνεσης, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[σοφός]], [[ευαίσθητος]], [[συνετός]], Λατ. [[prudens]], σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ φρόνιμον</i>, [[σύνεση]], στον ίδ.· και σε πληθ., [[ἄπορος]] ἐπὶ [[φρόνιμα]], στερημένος από [[μυαλό]], σε Σοφ.· <i>φρονιμώτατα λέγειν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> επίρρ. <i>-μως</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· [[φρονίμως]] ἔχειν, σε Ξεν.· συγκρ. <i>φρονιμώτερον</i>, σε Ισοκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φρόνῐμος:''' 3, редко<br /><b class="num">1)</b> находящийся в здравом уме: [[νῦν]] φ. [[νέον]] [[ἄλγος]] [[ἔχει]] Soph. пришедший в себя (Эант) удручен теперь другой скорбью;<br /><b class="num">2)</b> умный, благоразумный, рассудительный (περί τινος, ἔν и ἐπί τινι Xen., περί τι Isocr., Plat. или εἴς τι Plat.). - см. тж. [[φρόνιμον]].
}}
}}