Anonymous

χαλεπαίνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[χαλεπός]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[χαλεπός]], [[δυσάρεστος]], [[δύσκολος]], [[βαρύς]], [[αγριεύω]] (α «μέγα βρέμεται χαλεπαίνων... [[ἄνεμος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «εἰ καὶ [[μάλα]] περ χαλεπαίνει... [[χειμών]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δυσφορώ]], [[αγανακτώ]], [[θυμώνω]] πολύ («Αἰσχύλε, λέξον, μηδ' αὐθαδῶς σεμνυνόμενος χαλέπαινε», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξερεθίζω]], [[εξοργίζω]] («χαλεπαίνει ὁ ὀργιζόμενος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>χαλεπαίνομαι</i><br />μέ μεταχειρίζονται σκληρά<br /><b>5.</b> (ως ιατρ. όρος) εξάπτομαι.
|mltxt=Α [[χαλεπός]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[χαλεπός]], [[δυσάρεστος]], [[δύσκολος]], [[βαρύς]], [[αγριεύω]] (α «μέγα βρέμεται χαλεπαίνων... [[ἄνεμος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «εἰ καὶ [[μάλα]] περ χαλεπαίνει... [[χειμών]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δυσφορώ]], [[αγανακτώ]], [[θυμώνω]] πολύ («Αἰσχύλε, λέξον, μηδ' αὐθαδῶς σεμνυνόμενος χαλέπαινε», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξερεθίζω]], [[εξοργίζω]] («χαλεπαίνει ὁ ὀργιζόμενος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>χαλεπαίνομαι</i><br />μέ μεταχειρίζονται σκληρά<br /><b>5.</b> (ως ιατρ. όρος) εξάπτομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλεπαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐχαλέπηνα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐχαλεπάνθην</i> ([[χαλεπός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γίνομαι]] [[αυστηρός]], [[βαρύς]], [[αγριεύω]], [[ορμητικός]], [[ισχυρός]], όπως το Λατ. ingravescere, λέγεται για καταιγίδες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται [[κυρίως]] για ανθρώπους, είμαι [[βίαιος]], οργίζομαι [[πολύ]], [[αγριεύω]], [[αγανακτώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· με δοτ., οργίζομαι [[πολύ]] με τους άλλους, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, [[χαλεπαίνω]] [[ἐπί]] τινι, σε Ομήρ. Οδ.· [[πρός]] τινα, σε Ξεν.· επίσης με δοτ. προσ. και πράγμ., [[χαλεπαίνω]] τινὶτοῖς εἰρημένοις, είμαι εξοργισμένος με κάποιον για τα [[λόγια]] του, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[προκαλώ]] την [[οργή]] κάποιου, σε Αριστ. — Παθ., πικραίνομαι ή προκαλούμαι, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> σε Παθ. επίσης, [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] άγριας μεταχείρισης, σε Πλάτ.
}}
}}