Anonymous

ὠκύμορος: Difference between revisions

From LSJ
6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που πεθαίνει πρόωρα<br /><b>2.</b> (για [[άνθος]]) αυτός που μαραίνεται [[γρήγορα]]<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο («φαρμάκων δυνάμεις ὠκύμοροι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> [[μόρος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ταχύ]]-<i>μορος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που πεθαίνει πρόωρα<br /><b>2.</b> (για [[άνθος]]) αυτός που μαραίνεται [[γρήγορα]]<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο («φαρμάκων δυνάμεις ὠκύμοροι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> [[μόρος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ταχύ]]-<i>μορος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠκύμορος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πεθαίνει [[γρήγορα]], που πεθαίνει πρόωρα, επίθ. του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὠκυμορώτατος ἄλλων</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο, σε Όμηρ.
}}
}}