ὠκύμορος
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
ὠκύμορον,
A quickly dying, dying early, of Achilles, Il.1.417, 18.95, 458; ὠκυμορώτατος ἄλλων 1.505; of the suitors, Od.1.266, al.; of φιτρός of Meleager, B.5.141; in Epitaphs, Epigr.Gr.527 (Beroea), 540 (Thrace), al.; so in later Prose, Ph.2.45; of flowers, Philostr.Ep.4: of things, transient, J.AJ11.3.6, Ph.1.478: neuter plural as adverb, Supp.Epigr.6.501 (Isaura).
II Act., bringing a quick or early death, ἰοί Il.15.441, Od.22.75; φαρμάκων δυνάμεις Plu.Ant.71; κώνειον -ώτατον Id.Dio58.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui meurt d'une prompte mort;
2 qui frappe d'une mort prompte.
Étymologie: ὠκύς, μόρος.
German (Pape)
1 von schnellem Geschick, eines schnellen, frühen Todes sterbend; Hom. oft, auch im superl. ὠκυμορώτατος, Il. 1.505; sp.D., wie Bian. 17 Diod. 8 (VII.644, 700).
2 akt., schnellen oder frühen Tod bringend, ἰοί Il. 15.441; Arist. ep. 3.7 (APP 9.7).
Russian (Dvoretsky)
ὠκύμορος:
1 обреченный на раннюю смерть, недолговечный (Ἀχιλλεύς, μνηστῆρες Hom.; τὸ φύσημα Luc.);
2 безвременно умерший (παῖς Anth.);
3 несущий быструю смерть, смертоносный (ἰοί Hom.; φαρμάκων δυνάμεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύμορος: -ον, ὁ ταχέως ἀποθνήσκων, ὁ προώρως ἀποθνήσκων, ἐπίθ. τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Α. 417, Σ. 95, 458. ― «ὠκύμοροι· ταχυθάνατοι, οἱ ἀώρῳ θνήσκοντες θανάτῳ» Ἡσύχ.· ὠκυμορώτατος ἄλλων Ἰλ. Α. 505· ἐπὶ τῶν μνηστήρων, Ὀδ. Α. 266, κ. ἀλλ.· ἐν ἐπιταφίοις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 527, 540 κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἀνθέων, Φιλοστρ. Ἐπ. 4. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ ἐπιφέρων ταχὺν ἢ πρόωρον θάνατον, ἰοὶ Ἰλ. Ο. 441, Ὀδ. Χ. 75· φαρμάκων δυνάμεις Πλουτ. Ἀντών. 71· κώνειον ὠκυμορώτατον ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 58.
English (Autenrieth)
sup. -ρώτατος: quicklydying, doomed to a speedy death, swiftfated, Il. 18.95, Il. 1.417 ; ἶοί, swift-slaying, Od. 22.75.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα
2. (για άνθος) αυτός που μαραίνεται γρήγορα
3. ενεργ. αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο («φαρμάκων δυνάμεις ὠκύμοροι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + μόρος (πρβλ. ταχύ-μορος)].
Greek Monotonic
ὠκύμορος: -ον, I. αυτός που πεθαίνει γρήγορα, που πεθαίνει πρόωρα, επίθ. του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· ὠκυμορώτατος ἄλλων, στο ίδ.
II. Ενεργ., αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο, σε Όμηρ.
Middle Liddell
ὠκύ-μορος, ον,
I. quickly-dying, dying early, of Achilles, Il.; ὠκυμορώτατος ἄλλων Il.
II. act. bringing a quick or early death, Hom.