Anonymous

ὠκύμορος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠκύμορος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πεθαίνει [[γρήγορα]], που πεθαίνει πρόωρα, επίθ. του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὠκυμορώτατος ἄλλων</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ὠκύμορος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πεθαίνει [[γρήγορα]], που πεθαίνει πρόωρα, επίθ. του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὠκυμορώτατος ἄλλων</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκύμορος:''' <b class="num">1)</b> обреченный на раннюю смерть, недолговечный ([[Ἀχιλλεύς]], μνηστῆρες Hom.; τὸ [[φύσημα]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> безвременно умерший ([[παῖς]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> несущий быструю смерть, смертоносный (ἰοί Hom.; φαρμάκων δυνάμεις Plut.).
}}
}}