3,277,218
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρρωδέω:''' Ιων. [[ἀρρ-]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φοβάμαι]], [[τρέμω]], [[ζαρώνω]] από το φόβο μου, με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., [[φοβάμαι]] για ή εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὀρρωδῶ [[περί]] τινος κ.λπ. (ο [[σχηματισμός]] του φανερώνει ηχομιμ. [[λέξη]], για να εκφράσει το [[τρέμουλο]] που προέρχεται από τον φόβο). | |lsmtext='''ὀρρωδέω:''' Ιων. [[ἀρρ-]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φοβάμαι]], [[τρέμω]], [[ζαρώνω]] από το φόβο μου, με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., [[φοβάμαι]] για ή εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὀρρωδῶ [[περί]] τινος κ.λπ. (ο [[σχηματισμός]] του φανερώνει ηχομιμ. [[λέξη]], για να εκφράσει το [[τρέμουλο]] που προέρχεται από τον φόβο). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρρωδέω:''' ион. [[ἀρρωδέω]] бояться, страшиться, опасаться (τι Her., Eur., Thuc.; ὀρρωδῶ, μὴ [[τοὐναντίον]] γένηται Plat.): ὀ. περί τινος Thuc. и [[ὑπέρ]] τινος Lys. бояться за что-л.; ὀρρωδῶν [[θανεῖν]] Eur. боясь за жизнь (сына). | |||
}} | }} |