Anonymous

ὀρρωδέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_4)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ὠρρώδουν]], <i>f.</i> ὀρρωδήσω;<br />frémir de, avoir horreur de, redouter : τινα, qqn ; [[τι]], [[ὑπέρ]] τινος, [[περί]] τινι, redouter qch, avoir des appréhensions au sujet de qch ; avec un inf., redouter de.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ὠρρώδουν]], <i>f.</i> ὀρρωδήσω;<br />frémir de, avoir horreur de, redouter : τινα, qqn ; [[τι]], [[ὑπέρ]] τινος, [[περί]] τινι, redouter qch, avoir des appréhensions au sujet de qch ; avec un inf., redouter de.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρρωδέω:''' Ιων. [[ἀρρ-]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φοβάμαι]], [[τρέμω]], [[ζαρώνω]] από το φόβο μου, με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., [[φοβάμαι]] για ή εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὀρρωδῶ [[περί]] τινος κ.λπ. (ο [[σχηματισμός]] του φανερώνει ηχομιμ. [[λέξη]], για να εκφράσει το [[τρέμουλο]] που προέρχεται από τον φόβο).
}}
}}