Anonymous

ὑποπίμπλημι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποπίμπλημι:''' μέλ. <i>-πλήσω</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ὑπ-επλήσθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[γεμίζω]] [[βαθμηδόν]], σταδιακά, λίγο-λίγο — Παθ., πώγωνος [[ἤδη]] ὑποπιμπλάμενος, αυτός που ήδη ξεκινά να έχει [[πυκνά]] γένια, [[γενειάδα]], [[μούσι]], σε Πλάτ.· <i>ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων</i>, έχοντας τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> σε Παθ., λέγεται για γυναίκες, <i>τέκνων ὑποπλησθῆναι</i>, να γίνουν μητέρες πολλών παιδιών, τέκνων, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὑποπίμπλημι:''' μέλ. <i>-πλήσω</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ὑπ-επλήσθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[γεμίζω]] [[βαθμηδόν]], σταδιακά, λίγο-λίγο — Παθ., πώγωνος [[ἤδη]] ὑποπιμπλάμενος, αυτός που ήδη ξεκινά να έχει [[πυκνά]] γένια, [[γενειάδα]], [[μούσι]], σε Πλάτ.· <i>ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων</i>, έχοντας τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> σε Παθ., λέγεται για γυναίκες, <i>τέκνων ὑποπλησθῆναι</i>, να γίνουν μητέρες πολλών παιδιών, τέκνων, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποπίμπλημι:''' мало-помалу или почти до краев наполнять (ὑ. τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc.): ὑποπιμπλαμένη δάκρυσιν Anth. вся в слезах; πώγωνος [[ἤδη]] ὑποπιμπλάμενος Plat. уже обросший порядочной бородой; μετεωρολογίας ὑποπιμπλάμενος Plat. весьма образованный в области небесных явлений; τέκνων ὑποπλησθῆναι Her. быть многодетным.
}}
}}