ὑποπίμπλημι

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπίμπλημι Medium diacritics: ὑποπίμπλημι Low diacritics: υποπίμπλημι Capitals: ΥΠΟΠΙΜΠΛΗΜΙ
Transliteration A: hypopímplēmi Transliteration B: hypopimplēmi Transliteration C: ypopimplimi Beta Code: u(popi/mplhmi

English (LSJ)

A fill, φωτὸς τὰς διαστάσεις Ael.NA1.23; ὑ. τινὰ ἐλπίδος Philostr.Her.19.4; τὰς ψυχὰς ἡδονῆς Lib.Or.11.17:—Pass., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος now beginning to have a beard, Pl. Prt.309a; γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῆναι Id.Phdr.253e; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων have my eyes filling with tears, Luc.DMar. 12.2: later also c. dat., ὑ. δάκρυσιν AP5.274 (Paul. Sil.).
II Pass., of women, τέκνων ὑποπλησθῆναι become mothers of many children, Hdt.6.138: abs., become pregnant, Ael.NA12.21, Poll.3.49.

German (Pape)

[Seite 1228] (s. πίμπλημι), ein wenig füllen, nach u. nach füllen; πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος Plat. Prot. i. A.; ὅταν γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῇ Phaedr. 253 e; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc. D. Mar. 12, 2; – schwängern, und pass. schwanger werden, ὑποπλησθεῖσα Ael. H. A. 12, 21. – Aber τέκνων ὑποπλησθῆναι ist = Überfluß an Kindern bekommen, Her. 6, 138.

French (Bailly abrégé)

f. ὑποπλήσω, ao. ὑπέπλησα, etc.
1 remplir presque entièrement;
2 rendre grosse ; Pass. devenir grosse ; τέκνων ὑποπλησθῆναι HDT avoir eu beaucoup d'enfants.
Étymologie: ὑπό, πίμπλημι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπίμπλημι: мало-помалу или почти до краев наполнять (ὑ. τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc.): ὑποπιμπλαμένη δάκρυσιν Anth. вся в слезах; πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος Plat. уже обросший порядочной бородой; μετεωρολογίας ὑποπιμπλάμενος Plat. весьма образованный в области небесных явлений; τέκνων ὑποπλησθῆναι Her. быть многодетным.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπίμπλημι: μέλλ. -πλήσω, πληρῶ, γεμίζω τι κατὰ μικρόν, Αἰλ. π. Ζῴων 1. 23· ἐλπίδος ἐνέπλησε τὸν στρατόν, «κρυφίως ἔπλησε» (Σχόλ. παρὰ Boiss. σ. 600), Φιλόστρ. 732. -Παθ., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, ἀρχόμενος ἤδη νὰ ἔχῃ πυκνὸν πώγωνα, Πλάτ. Πρωτ. ἐν τῇ ἀρχῇ· γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 253Β ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 2· - μεταγεν. ὡσαύτως μετὰ δοτ., ὑπ. δάκρυσιν Ἀνθ. Παλατ. 5. 275. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τέκνων ὑποπλησθῆναι, νὰ γείνωσι μητέρες πολλῶν τέκνων, Ἡρόδ. 6. 138· ἀπολ., συλλαμβάνω, ἐγγαστρώνομαι, ἡ παῖς τίκτει ὑποπλησθεῖσα ἔκ τινος ἀνδρὸς ἀφανοῦς Αἰλ. π. Ζῴων 12. 21· «ὑπωγκῶσθαι τὴν γαστέρα, ὑποπλησθῆναι, κυοφορεῖν» Πολυδ. Γ΄, 49.

Greek Monolingual

Α
1. γεμίζω κάτι σε μικρό βαθμό
2. μτφ. (σχετικά με αισθήματα και διαθέσεις) επιβάλλω σταδιακά ή υποβάλλω («ἐλπίδος ύπέπλησε τὸν στρατόν», Φιλόστρ.)
3. παθ. ὑποπίμπλαμαι
α) (αμτβ.) γεμίζω («ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων», Λουκιαν.)
β) καλύπτομαι από κάτι («πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος», Πλάτ.)
γ) (για γυναίκα) μένω έγκυος
4. φρ. «τέκνων ὑποπίμπλαμαι»
(για γυναίκα) αποκτώ πολλά παιδιά (Ηροδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πίμπλημι «γεμίζω, πληρώ»].

Greek Monotonic

ὑποπίμπλημι: μέλ. -πλήσω — Παθ., αόρ. αʹ ὑπ-επλήσθην·
I. γεμίζω βαθμηδόν, σταδιακά, λίγο-λίγο — Παθ., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, αυτός που ήδη ξεκινά να έχει πυκνά γένια, γενειάδα, μούσι, σε Πλάτ.· ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων, έχοντας τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα, σε Λουκ.
II. σε Παθ., λέγεται για γυναίκες, τέκνων ὑποπλησθῆναι, να γίνουν μητέρες πολλών παιδιών, τέκνων, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. -πλήσω Pass., aor1 ὑπ-επλήσθην
I. to fill by degrees:—Pass., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος now beginning to have a thick beard, Plat.; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων have my eyes filling with tears, Luc.
II. in Pass. of women, τέκνων ὑποπλησθῆναι to become mothers of many children, Hdt.