3,274,159
edits
(19) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρβάν]], -ᾱνος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[κάρβανος]], [[βαρβαρικός]], [[ξενικός]] («καρβᾱνα δ' αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῑς;» — τη βάρβαρη [[φωνή]] μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. [[τοπωνύμιο]] <i>Qarvana</i>. Κατ' άλλους, πρόκειται για εβρ. λ. (σημ. «[[προσφορά]]»), που οι Φοίνικες έμποροι χρησιμοποίησαν ως σκωπτικό [[παρατσούκλι]] και από τους οποίους οι Έλληνες τήν πήραν με [[σημασία]] «[[βαρβαρικός]]». Αν η [[άποψη]] αυτή ευσταθεί, [[τότε]] η Ελληνική δανείστηκε την [[ίδια]] εβρ. λ. και για δεύτερη [[φορά]], στην ΚΔ, με την πραγματική της σημ. «[[προσφορά]]» και τη [[μορφή]] [[κορβάν]]]. | |mltxt=[[καρβάν]], -ᾱνος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[κάρβανος]], [[βαρβαρικός]], [[ξενικός]] («καρβᾱνα δ' αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῑς;» — τη βάρβαρη [[φωνή]] μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. [[τοπωνύμιο]] <i>Qarvana</i>. Κατ' άλλους, πρόκειται για εβρ. λ. (σημ. «[[προσφορά]]»), που οι Φοίνικες έμποροι χρησιμοποίησαν ως σκωπτικό [[παρατσούκλι]] και από τους οποίους οι Έλληνες τήν πήραν με [[σημασία]] «[[βαρβαρικός]]». Αν η [[άποψη]] αυτή ευσταθεί, [[τότε]] η Ελληνική δανείστηκε την [[ίδια]] εβρ. λ. και για δεύτερη [[φορά]], στην ΚΔ, με την πραγματική της σημ. «[[προσφορά]]» και τη [[μορφή]] [[κορβάν]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καρβάν:''' ᾶνος ὁ Aesch. = [[κάρβανος]] II. | |||
}} | }} |