Anonymous

ἔκσπονδος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκσπονδος:''' -ον ([[σπονδή]]), = [[ἔξω]] [[τῶν]] σπονδῶν, αυτός που δεν περιλαμβάνεται στις σπονδές, που έχει αποκλεισθεί, που έχει εξαιρεθεί από αυτές, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ἔκσπονδος:''' -ον ([[σπονδή]]), = [[ἔξω]] [[τῶν]] σπονδῶν, αυτός που δεν περιλαμβάνεται στις σπονδές, που έχει αποκλεισθεί, που έχει εξαιρεθεί από αυτές, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκσπονδος:''' <b class="num">1)</b> (тж. ἔ. τῶν συνθηκῶν Polyb.) исключенный из союзного договора Thuc., Xen., Dem., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> противоречащий договору, вероломный (ἔ. καὶ [[ἀκατάγγελτος]] [[πόλεμος]] Plut.).
}}
}}