Anonymous

ἔκσπονδος: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ον (AM [[ἔκσπονδος]], -ον)<br />Ι. 1. αυτός που δεν συμπεριλαμβάνεται στις σπονδές, που αποκλείστηκε από αυτές («ἐκσπόνδους [[εἶναι]] τούτων τῶν συνθηκῶν», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, που ενεργεί [[παρά]] τις σπονδές<br /><b>3.</b> (για ενέργειες ή καταστάσεις) ο [[αντίθετος]] [[προς]] τις σπονδές, αυτός που δεν επιτρέπεται από τις σπονδές<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>εκσπόνδως</i><br />[[κατά]] [[παράβαση]] ή [[αθέτηση]] τών σπονδών, τών συνθηκών, παρασπόνδως.
|mltxt=-η, -ον (AM [[ἔκσπονδος]], -ον)<br />Ι. 1. αυτός που δεν συμπεριλαμβάνεται στις σπονδές, που αποκλείστηκε από αυτές («ἐκσπόνδους [[εἶναι]] τούτων τῶν συνθηκῶν», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, που ενεργεί [[παρά]] τις σπονδές<br /><b>3.</b> (για ενέργειες ή καταστάσεις) ο [[αντίθετος]] [[προς]] τις σπονδές, αυτός που δεν επιτρέπεται από τις σπονδές<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>εκσπόνδως</i><br />[[κατά]] [[παράβαση]] ή [[αθέτηση]] τών σπονδών, τών συνθηκών, παρασπόνδως.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκσπονδος:''' -ον ([[σπονδή]]), = [[ἔξω]] [[τῶν]] σπονδῶν, αυτός που δεν περιλαμβάνεται στις σπονδές, που έχει αποκλεισθεί, που έχει εξαιρεθεί από αυτές, σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}