Anonymous

ἔθνος: Difference between revisions

From LSJ
1,210 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 42: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔθνος:''' -εος, τό ([[ἔθω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αριθμός]] ανθρώπων που έχουν συνηθίσει να ζουν μαζί, [[ομάδα]], [[σώμα]] ανθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[ἔθνος]] λαῶν, μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων, στο ίδ.· λέγεται επίσης για κοπάδια ζώων, [[σμήνη]], στο ίδ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., [[έθνος]], [[λαός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· στην Κ.Δ. <i>τὰ ἔθνη</i>, εθνικοί, ειδωλολάτρες, δηλ. όλοι [[εκτός]] των Ιουδαίων και των Χριστιανών.<br /><b class="num">3.</b> ιδιαίτερη [[τάξη]] ανθρώπων, [[κάστα]], κοινωνική [[τάξη]], [[φυλή]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[φύλο]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἔθνος:''' -εος, τό ([[ἔθω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αριθμός]] ανθρώπων που έχουν συνηθίσει να ζουν μαζί, [[ομάδα]], [[σώμα]] ανθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[ἔθνος]] λαῶν, μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων, στο ίδ.· λέγεται επίσης για κοπάδια ζώων, [[σμήνη]], στο ίδ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., [[έθνος]], [[λαός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· στην Κ.Δ. <i>τὰ ἔθνη</i>, εθνικοί, ειδωλολάτρες, δηλ. όλοι [[εκτός]] των Ιουδαίων και των Χριστιανών.<br /><b class="num">3.</b> ιδιαίτερη [[τάξη]] ανθρώπων, [[κάστα]], κοινωνική [[τάξη]], [[φυλή]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[φύλο]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔθνος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> общество, группа, толпа, часто описательно: Ἀχαιῶν ἔ. Hom. = [[Ἀχαιοί]]; βροτὸν, βρότεον или θνατὸν ἔ. Pind. = βροτοί, ἄνθρωποι; ἔ. ἀνέρων Pind. = [[ἄνδρες]];<br /><b class="num">2)</b> класс, сословие (ῥαψῳδῶν Xen.; [[δημιουργικόν]] Plat.; ἱερέων Arst.);<br /><b class="num">3)</b> пол (τὸ ἔ. τὸ [[θῆλυ]] ἢ τὸ [[ἄρρεν]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> племя (τὰ τῶν Ἑλλήνων ἔθνη Arst.);<br /><b class="num">5)</b> народность, народ (τὸ Ἑλληνικὸν ἔ. Her.);<br /><b class="num">6)</b> pl. языческие племена, язычники (οὐ [[μόνον]] ἐξ Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἐθνῶν NT);<br /><b class="num">7)</b> род, вид, порода (θηρίων ἀγρίων ἔθνη Soph.; ἰχθύων ἔ. καὶ τὸ τῶν ὀστρέων Plat.);<br /><b class="num">8)</b> стая, стадо, рой (ὀρνίθων, μελισσάων Hom.).
}}
}}