Anonymous

αἰνίσσομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰνίσσομαι:''' Αττ. -ττομαι· μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αόρ. αʹ [[ᾐνιξάμην]]·<br /><b class="num">I.</b> Αποθ., [[αλλά]] και ως Παθ., βλ. κατωτ. II ([[αἶνος]])· [[μιλώ]] αινιγματικά, σε Σοφ., Ευρ.· [[γνωρίμως]] αἰνίξομαι, θα μιλήσω με αινιγματικό τρόπο [[αλλά]] κατά τέτοιον τρόπο ώστε να [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]], [[κατανοητός]] σ' αυτούς που με ακούνε, σε Σοφ.· <i>αἰνίσσεσθαι ἔπεα</i>, [[προφέρω]] στίχους αινιγματικούς, σε Ηρόδ.· με αιτ. πράγμ., [[υπαινίσσομαι]] [[κάτι]], λέω [[κάτι]] υποδηλωτικά, με συγκεκαλυμμένο τρόπο, [[υποδεικνύω]] [[κάτι]] το οποίο πρόκειται να εκθέσω εκ των προτέρων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως Παθ., είμαι απορροφημένος, αφοσιωμένος σε γρίφους, αινίγματα· μόνο σε αόρ. αʹ [[ᾐνίχθην]], παρακ. [[ᾔνιγμαι]], σε Θέογν., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''αἰνίσσομαι:''' Αττ. -ττομαι· μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αόρ. αʹ [[ᾐνιξάμην]]·<br /><b class="num">I.</b> Αποθ., [[αλλά]] και ως Παθ., βλ. κατωτ. II ([[αἶνος]])· [[μιλώ]] αινιγματικά, σε Σοφ., Ευρ.· [[γνωρίμως]] αἰνίξομαι, θα μιλήσω με αινιγματικό τρόπο [[αλλά]] κατά τέτοιον τρόπο ώστε να [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]], [[κατανοητός]] σ' αυτούς που με ακούνε, σε Σοφ.· <i>αἰνίσσεσθαι ἔπεα</i>, [[προφέρω]] στίχους αινιγματικούς, σε Ηρόδ.· με αιτ. πράγμ., [[υπαινίσσομαι]] [[κάτι]], λέω [[κάτι]] υποδηλωτικά, με συγκεκαλυμμένο τρόπο, [[υποδεικνύω]] [[κάτι]] το οποίο πρόκειται να εκθέσω εκ των προτέρων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως Παθ., είμαι απορροφημένος, αφοσιωμένος σε γρίφους, αινίγματα· μόνο σε αόρ. αʹ [[ᾐνίχθην]], παρακ. [[ᾔνιγμαι]], σε Θέογν., Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰνίσσομαι:''' атт. [[αἰνίττομαι]] говорить намеками, обиняками, выражаться туманно, намекать: [[μῶν]] [[ᾐνιξάμην]]; Soph. разве я неясно сказал?; αἰ. [[τάδε]] ἔπεα Her. изречь следующие загадочные слова; λόγοισι κρυπτοῖσι αἰ. πρός τινα Eur. обращаться к кому-л. с непонятными речами; [[γνωρίμως]] αἰ. Eur. прозрачно намекать; εἴς τινα αἰ. τι Arph. говорить что-л. с намеком на кого-л.; αἰ. τι πρός τι Arph., Plut. намекать чем-л. на что-л.; ὁ χρησμὸς [[σοφῶς]] ᾐνιγμένος Arph. прорицание, искусно облеченное в форму намека; τὰ αἰνιχθέντα Plat. то, что было сказано намеками; τὰ ᾐνιγμένα Arst. намеки; μεταφοραὶ αἰνίττονται Arst. метафоры служат намеками.
}}
}}