Anonymous

ὑγιεινός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑγιεινός:''' [ῠ], -ή, -όν ([[ὑγιής]]),<br /><b class="num">1.</b> [[καλός]] για την [[υγεία]], [[ωφέλιμος]], [[σωτήριος]], [[θρεπτικός]], [[επωφελής]], [[χρήσιμος]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[υγιής]], γερός, Λατ. [[sanus]], σε Πλάτ.· <i>τὸ ὑγιεινόν</i>, [[υγεία]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., [[ὑγιεινῶς]] ἔχειν = ὑγιαίνειν, σε Πλάτ.· συγκρ. <i>ὑγιεινοτέρως</i> και <i>-ρον</i>, υπερθ. <i>-ότατα</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑγιεινός:''' [ῠ], -ή, -όν ([[ὑγιής]]),<br /><b class="num">1.</b> [[καλός]] για την [[υγεία]], [[ωφέλιμος]], [[σωτήριος]], [[θρεπτικός]], [[επωφελής]], [[χρήσιμος]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[υγιής]], γερός, Λατ. [[sanus]], σε Πλάτ.· <i>τὸ ὑγιεινόν</i>, [[υγεία]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., [[ὑγιεινῶς]] ἔχειν = ὑγιαίνειν, σε Πλάτ.· συγκρ. <i>ὑγιεινοτέρως</i> και <i>-ρον</i>, υπερθ. <i>-ότατα</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑγιεινός:''' (ῠ)<b class="num">1)</b> здоровый, полезный для здоровья ([[χωρίον]] Xen.; σιτία Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> здоровый, пользующийся здоровьем ([[σῶμα]] Plat.).
}}
}}