Anonymous

ὑγιεινός: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό/ [[ὑγιεινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στη [[διατήρηση]] της υγείας ενός οργανισμού (α. «υγιεινό [[κλίμα]]» β. «[[περί]] τε τῶν νοσηρῶν χωρίων καὶ τῶν ὑγιεινῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) [[θρεπτικός]] (α. «τα φρούτα [[είναι]] [[υγιεινή]] [[τροφή]]» β. «τῶν σιτίων τοῑς ὑγιεινοτάτοις χαίρειν», Iσοκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υγεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[υγιεινή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) i) [[υγιής]]<br />ii) αυτός που ασχολείται με τη [[διατήρηση]] της υγείας τών άλλων, [[γιατρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑγιεινόν</i><br />[[υγεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υγιεινώς]] / <i>ὑγιεινῶς</i>, ΝΜΑ, και [[υγιεινά]] Ν<br />με υγιεινό τρόπο ή σε καλή [[υγιεινή]] [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[βλάβη]] της υγείας («πολλοὶ [[μέντοι]] ἤδη καὶ εὐφόρως ἤνεικαν καὶ ὑγιεινῶς τὴν κύφωσιν [[ἄχρι]] γήρων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> σύμφωνα με τον τρόπο υγιούς ανθρώπου («λέγομεν γὰρ ὑγιεινῶς βαδίζειν, [[ὅταν]] βαδίζῃ ὡς ἂν ὁ ὑγιαίνων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑγιεινῶς ἔχω» — [[είμαι]] καλά στην [[υγεία]] μου, [[υγιαίνω]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «ὑγιεινῶς [[διάγω]]» — ζω σύμφωνα με τις επιταγές της υγιεινής (<b>Ξεν.</b>)<br />γ) «ὑγιεινῶς ποιῶ τι» — [[αποβλέπω]] στη [[διατήρηση]] της υγείας (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑγιεσ</i>-<i>νός</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>υγιεσ</i>- του σιγμόληκτου επιθ. [[ὑγιής]]) με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>σν</i>- και [[αντέκταση]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀλγεινός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλγεσνός</i>, [[ὀρεινός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρεσνος</i>)].
|mltxt=-ή, -ό/ [[ὑγιεινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στη [[διατήρηση]] της υγείας ενός οργανισμού (α. «υγιεινό [[κλίμα]]» β. «[[περί]] τε τῶν νοσηρῶν χωρίων καὶ τῶν ὑγιεινῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) [[θρεπτικός]] (α. «τα φρούτα [[είναι]] [[υγιεινή]] [[τροφή]]» β. «τῶν σιτίων τοῑς ὑγιεινοτάτοις χαίρειν», Iσοκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υγεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[υγιεινή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) i) [[υγιής]]<br />ii) αυτός που ασχολείται με τη [[διατήρηση]] της υγείας τών άλλων, [[γιατρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑγιεινόν</i><br />[[υγεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υγιεινώς]] / <i>ὑγιεινῶς</i>, ΝΜΑ, και [[υγιεινά]] Ν<br />με υγιεινό τρόπο ή σε καλή [[υγιεινή]] [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[βλάβη]] της υγείας («πολλοὶ [[μέντοι]] ἤδη καὶ εὐφόρως ἤνεικαν καὶ ὑγιεινῶς τὴν κύφωσιν [[ἄχρι]] γήρων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> σύμφωνα με τον τρόπο υγιούς ανθρώπου («λέγομεν γὰρ ὑγιεινῶς βαδίζειν, [[ὅταν]] βαδίζῃ ὡς ἂν ὁ ὑγιαίνων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑγιεινῶς ἔχω» — [[είμαι]] καλά στην [[υγεία]] μου, [[υγιαίνω]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «ὑγιεινῶς [[διάγω]]» — ζω σύμφωνα με τις επιταγές της υγιεινής (<b>Ξεν.</b>)<br />γ) «ὑγιεινῶς ποιῶ τι» — [[αποβλέπω]] στη [[διατήρηση]] της υγείας (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑγιεσ</i>-<i>νός</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>υγιεσ</i>- του σιγμόληκτου επιθ. [[ὑγιής]]) με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>σν</i>- και [[αντέκταση]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀλγεινός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλγεσνός</i>, [[ὀρεινός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρεσνος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑγιεινός:''' [ῠ], -ή, -όν ([[ὑγιής]]),<br /><b class="num">1.</b> [[καλός]] για την [[υγεία]], [[ωφέλιμος]], [[σωτήριος]], [[θρεπτικός]], [[επωφελής]], [[χρήσιμος]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[υγιής]], γερός, Λατ. [[sanus]], σε Πλάτ.· <i>τὸ ὑγιεινόν</i>, [[υγεία]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., [[ὑγιεινῶς]] ἔχειν = ὑγιαίνειν, σε Πλάτ.· συγκρ. <i>ὑγιεινοτέρως</i> και <i>-ρον</i>, υπερθ. <i>-ότατα</i>, σε Ξεν.
}}
}}