3,274,313
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεφίστημι:''' μέλ. <i>-επιστήσω</i>, αόρ. αʹ <i>-επέστησα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] μαζί κάποιους ως φρουρούς ή φύλακες, [[καθιστώ]] κάποιον προσεκτικό, [[εφιστώ]] την [[προσοχή]] του, σε Πολύβ.· [[κατόπιν]] (ενν. τὸν [[νοῦν]]), [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου, [[παρατηρώ]] από κοινού με κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., <i>συνεφίστᾰμαι</i>, με Ενεργ. αόρ. βʹ, [[επιβλέπω]], [[επιστατώ]] [[κάτι]] μαζί ή από κοινού με άλλον, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> εγείρομαι από κοινού, κατά τινος, [[εναντίον]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συνεφίστημι:''' μέλ. <i>-επιστήσω</i>, αόρ. αʹ <i>-επέστησα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] μαζί κάποιους ως φρουρούς ή φύλακες, [[καθιστώ]] κάποιον προσεκτικό, [[εφιστώ]] την [[προσοχή]] του, σε Πολύβ.· [[κατόπιν]] (ενν. τὸν [[νοῦν]]), [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου, [[παρατηρώ]] από κοινού με κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., <i>συνεφίστᾰμαι</i>, με Ενεργ. αόρ. βʹ, [[επιβλέπω]], [[επιστατώ]] [[κάτι]] μαζί ή από κοινού με άλλον, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> εγείρομαι από κοινού, κατά τινος, [[εναντίον]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεφίστημι:''' и [[συνεφιστάνω]] (fut. συνεπιστήσω, aor. συνεπέστησα)<br /><b class="num">1)</b> выставлять вперед, выдвигать в дозор (τοὺς ἱππεῖς Diod.);<br /><b class="num">2)</b> делать настороженным, бдительным, внимательным (τινα Polyb.): σ. τινα ἐπί τι и περί τινος Polyb. привлекать чье-л. внимание к чему-л.;<br /><b class="num">3)</b> (sc. ἑαυτόν или τὸν [[νοῦν]]) останавливать свое внимание (τινι, ἐπί τι или τι Polyb.): συνεπιστῆσαι τὸ παρακείμενον Polyb. направлять свое внимание на ближайшее;<br /><b class="num">4)</b> med.-pass. быть поставленным (стоять) во главе: οἱ ξυνεφεστῶτες Thuc. предводители, начальники;<br /><b class="num">5)</b> восставать ([[κατά]] τινος NT). | |||
}} | }} |