3,276,901
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥυθμός:''' Ιων. [[ῥυσμός]], ὁ ([[ῥέω]])·<br /><b class="num">I.</b> έμμετρη [[κίνηση]], [[χρόνος]], [[ρυθμός]], Λατ. [[numerus]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἐν ῥυθμῷ</i>, με ρυθμό, λέγεται για την όρχηση, το [[βάδισμα]] κ.λπ., το in numerum του Βιργ., σε Ξεν.· [[μετὰ]] ῥυθμοῦ, σε Θουκ.· <i>θάττονα ῥυθμὸν ἐπάγειν</i>, [[παίζω]] με ταχύτερο «ρυθμικό χρόνο», σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αναλογία]] ή [[συμμετρία]] [[μερών]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> γενικά, [[αναλογία]], [[ρύθμιση]], [[διευθέτηση]], [[τάξη]], [[τακτοποίηση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> [[κατάσταση]] ψυχής, [[διάθεση]], [[προδιάθεση]], [[τάση]], [[ροπή]], σε Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> [[μορφή]] ή [[σχήμα]] πράγματος, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον θώρακα, σε Ξεν.<br /><b class="num">VI.</b> [[μέθοδος]], [[τρόπος]] σχηματισμού πράγματος, σε Ευρ.· τίς ῥυθμὸς φόνου; τι είδους [[φόνος]]; στον ίδ. | |lsmtext='''ῥυθμός:''' Ιων. [[ῥυσμός]], ὁ ([[ῥέω]])·<br /><b class="num">I.</b> έμμετρη [[κίνηση]], [[χρόνος]], [[ρυθμός]], Λατ. [[numerus]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἐν ῥυθμῷ</i>, με ρυθμό, λέγεται για την όρχηση, το [[βάδισμα]] κ.λπ., το in numerum του Βιργ., σε Ξεν.· [[μετὰ]] ῥυθμοῦ, σε Θουκ.· <i>θάττονα ῥυθμὸν ἐπάγειν</i>, [[παίζω]] με ταχύτερο «ρυθμικό χρόνο», σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αναλογία]] ή [[συμμετρία]] [[μερών]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> γενικά, [[αναλογία]], [[ρύθμιση]], [[διευθέτηση]], [[τάξη]], [[τακτοποίηση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> [[κατάσταση]] ψυχής, [[διάθεση]], [[προδιάθεση]], [[τάση]], [[ροπή]], σε Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> [[μορφή]] ή [[σχήμα]] πράγματος, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον θώρακα, σε Ξεν.<br /><b class="num">VI.</b> [[μέθοδος]], [[τρόπος]] σχηματισμού πράγματος, σε Ευρ.· τίς ῥυθμὸς φόνου; τι είδους [[φόνος]]; στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥυθμός:''' ион. [[ῥυσμός]] ὁ (в атт. тж. ῠ)<br /><b class="num">1)</b> размеренность, ритм, такт: τῇ τῆς κινήσεως τάξει ῥ. ὄνομά (ἐστιν) Plat. определенный порядок движения называется ритмом; [[μετὰ]] ῥυθμοῦ Thuc. и ἐν ῥυθμῷ Plat., Xen. в такт, ритмично; ῥυθμοὺς σαλπίζειν Xen. трубить в такт; ῥυθμῷ τινι Eur. в известном порядке;<br /><b class="num">2)</b> (о прозе) ритмичность, стройность Arph., Plat., Arst.;<br /><b class="num">3)</b> соразмерность, складность (τοῦ θώρακος Xen.);<br /><b class="num">4)</b> вид, форма (τῶν γραμμάτων Her.): [[Ἓλλην]] ῥ. πέπλων Eur. греческий покрой одежд; τίνι ῥυθμῷ φόνου κτείνει Θυέστου παῖδα; Eur. каким образом убил он сына Тиеста? | |||
}} | }} |