Anonymous

προκινδυνεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διακινδυνεύω]] [[πριν]] από τους άλλους, είμαι [[θαρραλέος]] στον πρώτο κίνδυνο, είμαι [[αυθεντικός]] στη [[βιαιότητα]] της μάχης, σε Θουκ., Δημ.· <i>τῷβαρβάρῳ</i>, ενάντια στους βάρβαρους, σε Θουκ.
|lsmtext='''προκινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διακινδυνεύω]] [[πριν]] από τους άλλους, είμαι [[θαρραλέος]] στον πρώτο κίνδυνο, είμαι [[αυθεντικός]] στη [[βιαιότητα]] της μάχης, σε Θουκ., Δημ.· <i>τῷβαρβάρῳ</i>, ενάντια στους βάρβαρους, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προκινδῡνεύω:''' первым подвергаться опасности, сражаться в первых рядах ([[ὑπὲρ]] и περὶ τῆς ἐλευθερίας Lys., Polyb.): π. τινί τινος Thuc. сражаться с кем-л. за кого-л.; π. τοῖς Κελτοῖς Polyb. первым начинать сражение с кельтами; προεκινδύνευε τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Plut. (Пелопид) был первым в жесточайших боях.
}}
}}