Anonymous

προκινδυνεύω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[κινδυνεύω]]<br />[[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]] αψηφώντας τον κίνδυνο (α. «πολίτου δ' ἁγαθοῡ [[νομίζω]] προκινδυνεύειν ἐθέλειν τοῡ πλήθους», Ανδοκ.<br />β. «προκινδυνεύειν [[ὑπέρ]] τῆς ἐλευθερίας», Λυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εκτίθεμαι σε κίνδυνο αγωνιζόμενος στην πρώτη [[γραμμή]] της μάχης («τὴν σφετέραν πόλιν ἐμπαρασχόντες προκινδυνεῡσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ριψοκινδυνεύω]] μαχόμενος [[εναντίον]] κάποιου («φαμὲν γὰρ Μαραθῶνί τε μόνοι προκινδυνεῡσαι τῷ βαρβάρῳ», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=ΝΑ [[κινδυνεύω]]<br />[[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]] αψηφώντας τον κίνδυνο (α. «πολίτου δ' ἁγαθοῡ [[νομίζω]] προκινδυνεύειν ἐθέλειν τοῡ πλήθους», Ανδοκ.<br />β. «προκινδυνεύειν [[ὑπέρ]] τῆς ἐλευθερίας», Λυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εκτίθεμαι σε κίνδυνο αγωνιζόμενος στην πρώτη [[γραμμή]] της μάχης («τὴν σφετέραν πόλιν ἐμπαρασχόντες προκινδυνεῡσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ριψοκινδυνεύω]] μαχόμενος [[εναντίον]] κάποιου («φαμὲν γὰρ Μαραθῶνί τε μόνοι προκινδυνεῡσαι τῷ βαρβάρῳ», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προκινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διακινδυνεύω]] [[πριν]] από τους άλλους, είμαι [[θαρραλέος]] στον πρώτο κίνδυνο, είμαι [[αυθεντικός]] στη [[βιαιότητα]] της μάχης, σε Θουκ., Δημ.· <i>τῷβαρβάρῳ</i>, ενάντια στους βάρβαρους, σε Θουκ.
}}
}}