Anonymous

παρασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρασκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> — Παθ. παρακ. <i>παρασκεύασμαι</i>, γʹ πληθ. Ιων. υπερσ. [[παρεσκευάδατο]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> είμαι [[έτοιμος]], ετοιμάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[προμηθεύω]], [[εξασφαλίζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> κάνω ή [[καθιστώ]] τέτοιου είδους, με μτχ. ή επίθ., [[παρασκευάζω]] τινὰ εὖ ἔχοντα, [[παρασκευάζω]] τινὰ [[ὅτι]] βέλτιστον, με απαρ., [[παρασκευάζω]] τινὰ ὡς μὴ ποιεῖν, τον [[συνηθίζω]] να μην κάνει [[κάτι]], σε Δημ.· ομοίως, [[παρασκευάζω]] [[ὅπως]] ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., κάνω κάποιον φίλο μου, σε Δημ. <b>Β.</b> Μέσ. και Παθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> με την κύρια [[σημασία]] της Μέσ., [[παρασκευάζω]] ή [[προετοιμάζω]] για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> στους Ρήτ., [[προετοιμάζω]] ανθρώπους ως μάρτυρες, έτσι ώστε να πετύχω ευνοϊκή [[απόφαση]] μέσω εξαπάτησης (πρβλ. [[παρασκευή]] I. 3)· απόλ.,<br /><b class="num">I.</b> [[διοργανώνω]] [[φατρία]], [[δολοπλοκώ]], σε Δημ.· ομοίως στην Ενεργ., σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> στη Μέσ. απόλ., [[προετοιμάζω]] τον εαυτό μου, κάνω [[προπαρασκευή]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> παρακ. <i>παρεσκεύασμαι</i>, στην Παθ. [[κυρίως]], είμαι [[έτοιμος]], προετοιμάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>παρεσκευάσθαι τι</i>, [[προετοιμάζω]] ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.· απρόσ., <i>ὡςπαρεσκευάσατο</i>, όταν έγιναν οι προετοιμασίες, σε Θουκ.
|lsmtext='''παρασκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> — Παθ. παρακ. <i>παρασκεύασμαι</i>, γʹ πληθ. Ιων. υπερσ. [[παρεσκευάδατο]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> είμαι [[έτοιμος]], ετοιμάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[προμηθεύω]], [[εξασφαλίζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> κάνω ή [[καθιστώ]] τέτοιου είδους, με μτχ. ή επίθ., [[παρασκευάζω]] τινὰ εὖ ἔχοντα, [[παρασκευάζω]] τινὰ [[ὅτι]] βέλτιστον, με απαρ., [[παρασκευάζω]] τινὰ ὡς μὴ ποιεῖν, τον [[συνηθίζω]] να μην κάνει [[κάτι]], σε Δημ.· ομοίως, [[παρασκευάζω]] [[ὅπως]] ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., κάνω κάποιον φίλο μου, σε Δημ. <b>Β.</b> Μέσ. και Παθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> με την κύρια [[σημασία]] της Μέσ., [[παρασκευάζω]] ή [[προετοιμάζω]] για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> στους Ρήτ., [[προετοιμάζω]] ανθρώπους ως μάρτυρες, έτσι ώστε να πετύχω ευνοϊκή [[απόφαση]] μέσω εξαπάτησης (πρβλ. [[παρασκευή]] I. 3)· απόλ.,<br /><b class="num">I.</b> [[διοργανώνω]] [[φατρία]], [[δολοπλοκώ]], σε Δημ.· ομοίως στην Ενεργ., σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> στη Μέσ. απόλ., [[προετοιμάζω]] τον εαυτό μου, κάνω [[προπαρασκευή]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> παρακ. <i>παρεσκεύασμαι</i>, στην Παθ. [[κυρίως]], είμαι [[έτοιμος]], προετοιμάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>παρεσκευάσθαι τι</i>, [[προετοιμάζω]] ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.· απρόσ., <i>ὡςπαρεσκευάσατο</i>, όταν έγιναν οι προετοιμασίες, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρασκευάζω:''' (ион. 3 л. pl. ppf. pass. [[παρεσκευάδατο]] = παρεσκευασμένοι [[ἦσαν]]) чаще med.<br /><b class="num">1)</b> приготовлять, готовить ([[δεῖπνον]] Her., NT); med. готовиться (εἴς и πρός τι Xen., Thuc. etc.): αἱ τράπεζαι παρεσκευασμέναι Arph. накрытые столы;<br /><b class="num">2)</b> заготовлять, запасать (νηῒ [[οἶνον]] καὶ ἄλφιτα Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> снаряжать (στρατείαν Thuc.): ἀκινάκην [[πάλαι]] παρεσκευασμένος Xen. заранее вооружившись кинжалом;<br /><b class="num">4)</b> подготовлять, устраивать, доставлять, обеспечивать ([[δόξαν]], εὐδαιμονίαν, med. τὸν βίον μηδὲν δεῖσθαί τινος Plat.);<br /><b class="num">5)</b> настраивать, делать (τινὰ εὐσεβέστερον Xen.; τινὰ εὐθαρσῆ Polyb.): π. [[ὅπως]] ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί Plat. как можно больше совершенствовать душевные качества; π. τινὰ ἐπί τινα Isae. настраивать кого-л. против кого-л.; π. τινὶ [[δικαστήριον]] Lys. (тенденциозно) подбирать для кого-л. состав судей.
}}
}}