3,273,762
edits
(5) |
(3) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μισθός:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αμοιβή]], [[πληρωμή]], [[μισθός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ</i>, λέγεται για προσυμφωνημένες αμοιβές, σε Ομήρ. Ιλ.· μισθοῖο [[τέλος]], [[τέλος]] [[μισθωτής]] μας υπηρεσίας, στο ίδ.· <i>θητεύειν ἐπὶμισθῷ</i>, σε Ηρόδ.· μισθοῦ [[ἕνεκα]], λέγεται για [[πληρωμή]] ή [[μισθοδοσία]], σε Ξεν.· ομοίως στη γεν., <i>μισθοῦ</i>, σε Σοφ., Ξεν.· <i>μηνὸς μισθόν</i>, ως [[μηνιαίος]] [[μισθός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, η [[πληρωμή]] των στρατιωτών και των ναυτών, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης, μισθὸς [[βουλευτικός]], η [[πληρωμή]] της Βουλής των Πεντακοσίων, [[μία]] [[δραχμή]] στον καθένα για [[κάθε]] [[ημέρα]] που βρισκόταν σε [[συνεδρία]]· μισθὸς [[δικαστικός]] ή [[ἡλιαστικός]], [[αμοιβή]] ενός δικαστή (αρχικά [[ένας]] [[οβολός]], [[αλλά]] από τον καιρό του Κλέωνα [[τρεις]]) για [[κάθε]] [[μέρα]] που παρευρέθηκε στο δικαστήριο· μισθὸς [[συνηγορικός]], [[αμοιβή]] δημόσιου συνήγορου, [[μία]] [[δραχμή]] για [[κάθε]] [[μέρα]] συνεδρίασης του δικαστηρίου· μισθὸς [[ἐκκλησιαστικός]], [[αμοιβή]] για την [[παρουσία]] στην [[εκκλησία]] του δήμου.<br /><b class="num">3.</b> [[αμοιβή]] γιατρού, σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[αποζημίωση]], [[ανταμοιβή]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[πληρωμή]], [[ανταπόδοση]] ([[εκδίκηση]]), στους Τραγ. | |lsmtext='''μισθός:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αμοιβή]], [[πληρωμή]], [[μισθός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ</i>, λέγεται για προσυμφωνημένες αμοιβές, σε Ομήρ. Ιλ.· μισθοῖο [[τέλος]], [[τέλος]] [[μισθωτής]] μας υπηρεσίας, στο ίδ.· <i>θητεύειν ἐπὶμισθῷ</i>, σε Ηρόδ.· μισθοῦ [[ἕνεκα]], λέγεται για [[πληρωμή]] ή [[μισθοδοσία]], σε Ξεν.· ομοίως στη γεν., <i>μισθοῦ</i>, σε Σοφ., Ξεν.· <i>μηνὸς μισθόν</i>, ως [[μηνιαίος]] [[μισθός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, η [[πληρωμή]] των στρατιωτών και των ναυτών, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης, μισθὸς [[βουλευτικός]], η [[πληρωμή]] της Βουλής των Πεντακοσίων, [[μία]] [[δραχμή]] στον καθένα για [[κάθε]] [[ημέρα]] που βρισκόταν σε [[συνεδρία]]· μισθὸς [[δικαστικός]] ή [[ἡλιαστικός]], [[αμοιβή]] ενός δικαστή (αρχικά [[ένας]] [[οβολός]], [[αλλά]] από τον καιρό του Κλέωνα [[τρεις]]) για [[κάθε]] [[μέρα]] που παρευρέθηκε στο δικαστήριο· μισθὸς [[συνηγορικός]], [[αμοιβή]] δημόσιου συνήγορου, [[μία]] [[δραχμή]] για [[κάθε]] [[μέρα]] συνεδρίασης του δικαστηρίου· μισθὸς [[ἐκκλησιαστικός]], [[αμοιβή]] για την [[παρουσία]] στην [[εκκλησία]] του δήμου.<br /><b class="num">3.</b> [[αμοιβή]] γιατρού, σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[αποζημίωση]], [[ανταμοιβή]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[πληρωμή]], [[ανταπόδοση]] ([[εκδίκηση]]), στους Τραγ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μισθός:''' ὁ<b class="num">1)</b> заработная плата, жалованье, мзда (μισθὸν [[διδόναι]] Eur., τελεῖν или πορίζειν Arph.; μισθὸν λαμβάνειν Her., Eur., φέρεσθαι Xen. и φέρειν Arph. или δέχεσθαι Xen.; μισθὸν πράττεσθαι или αἰτεῖν Plat.): μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ Hom. за условленную плату; μ. εἰρημένος Hes. плата по договору; θητεύειν ἐπὶ μισθῷ [[παρά]] τινι Her. служить у кого-л. за плату; μισθοῦ τὰ [[ἐπιτήδεια]] ἐργάζεσθαι Xen. работой (по найму) добывать средства к жизни; μισθοῦ στρατεύεσθαι Polyb. служить в войске наемником;<br /><b class="num">2)</b> вознаграждение, награда (τῷ δικαίῳ, τῆς ἀρετῆς Plat.);<br /><b class="num">3)</b> возмездие, кара (ἀνδρὶ δυσσεβεῖ Eur.; ἀδικίας NT). | |||
}} | }} |