Anonymous

παραδόσιμος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραδόσῐμος:''' -ον, αυτός που μπορεί να παραδοθεί, [[κληρονομικός]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''παραδόσῐμος:''' -ον, αυτός που μπορεί να παραδοθεί, [[κληρονομικός]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραδόσῐμος:''' <b class="num">1)</b> передаваемый из рода в род, переходящий по наследству ([[φήμη]], [[δόξα]] Polyb.): παραδόσιμον ἔχειν τι ἐκ παλαιῶν χρόνων Diod. унаследовать что-л. с древнейших времен;<br /><b class="num">2)</b> увековечивающий, памятный ([[στήλη]] Polyb.).
}}
}}