Anonymous

προσχωρέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> και <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πηγαίνω]] προς, [[πλησιάζω]], με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ.· απόλ., σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έρχομαι]] ή [[προσέρχομαι]] σε, συντάσσομαι, <i>τινί</i> ή [[πρός]] τινα, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., σε Θουκ.· επίσης, [[προσχωρέω]] ἐςὁμολογίαν ή <i>ὁμολογίᾳ</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμφωνώ]] με μια [[άποψη]], [[παραδέχομαι]], σε Ηρόδ.· [[προσχωρέω]] λόγοις τινός, σε Σοφ.· [[παραδέχομαι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[πλησιάζω]], δηλ. [[συμφωνώ]] με, [[μοιάζω]], <i>τινί</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''προσχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> και <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πηγαίνω]] προς, [[πλησιάζω]], με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ.· απόλ., σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έρχομαι]] ή [[προσέρχομαι]] σε, συντάσσομαι, <i>τινί</i> ή [[πρός]] τινα, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., σε Θουκ.· επίσης, [[προσχωρέω]] ἐςὁμολογίαν ή <i>ὁμολογίᾳ</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμφωνώ]] με μια [[άποψη]], [[παραδέχομαι]], σε Ηρόδ.· [[προσχωρέω]] λόγοις τινός, σε Σοφ.· [[παραδέχομαι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[πλησιάζω]], δηλ. [[συμφωνώ]] με, [[μοιάζω]], <i>τινί</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσχωρέω:''' (fut. προσχωρήσω и προσχωρήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> подходить, приближаться Thuc., Xen.: π. τὸ [[στρατόπεδον]] τῷ στρατοπέδῳ Her. расположиться лагерем по соседству друг с другом;<br /><b class="num">2)</b> переходить (на чью-л. сторону), присоединяться (τινι и πρός τινα Her., Thuc.): π. ἐς ὁμολογίην Her. и π. ὁμολογίᾳ Thuc. сдаваться (на условиях победителя), капитулировать; π. ἐς ξυμμαχίαν τινί Thuc. становиться чьим-л. союзником; πρὸς ἄλλον βίον π. Plat. переходить к другому образу жизни; π. πόλει Eur. перенимать обычаи города;<br /><b class="num">3)</b> уступать, соглашаться (τοῖς λόγοις τινός Soph.);<br /><b class="num">4)</b> походить, быть похожим (τὰ νόμαια Θρήϊξι Her.): γλῶσσαν πρὸς τὸ Καρικὸν [[ἔθνος]] προσκεχωρηκέναι Her. по языку быть близким к карийскому племени.
}}
}}