Anonymous

διαχέω: Difference between revisions

From LSJ
2,484 bytes added ,  31 December 2018
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-έχεα</i>, Επικ. <i>-έχευα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χύνω]] και [[σκορπίζω]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, [[διασκορπίζω]], σε Ηρόδ.· [[διαμελίζω]], [[τεμαχίζω]] ένα [[θύμα]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαλύω]], [[χωρίζω]], [[καταστρέφω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[συγχέω]], <i>τὰ βεβουλευμένα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., [[μεταγγίζω]] από ένα [[δοχείο]] σε ένα [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[διατρέχω]] [[ανάμεσα]], διαχέομαι, εξαπλώνομαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> είμαι διαλυμένος, αποσυντίθεμαι, λέγεται για ένα [[πτώμα]], σε Ηρόδ.· [[λιποτακτώ]], διασκορπίζομαι, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., [[διασκεδάζω]] ή είμαι διαλυμένος ηθικά, [[έκλυτος]], [[ακόλαστος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''διαχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-έχεα</i>, Επικ. <i>-έχευα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χύνω]] και [[σκορπίζω]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, [[διασκορπίζω]], σε Ηρόδ.· [[διαμελίζω]], [[τεμαχίζω]] ένα [[θύμα]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαλύω]], [[χωρίζω]], [[καταστρέφω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[συγχέω]], <i>τὰ βεβουλευμένα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., [[μεταγγίζω]] από ένα [[δοχείο]] σε ένα [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[διατρέχω]] [[ανάμεσα]], διαχέομαι, εξαπλώνομαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> είμαι διαλυμένος, αποσυντίθεμαι, λέγεται για ένα [[πτώμα]], σε Ηρόδ.· [[λιποτακτώ]], διασκορπίζομαι, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., [[διασκεδάζω]] ή είμαι διαλυμένος ηθικά, [[έκλυτος]], [[ακόλαστος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαχέω:''' (aor. [[διέχεα]] - эп.-ион. [[διέχευα]])<br /><b class="num">1)</b> разливать, переливать ([[ἔλαιον]] ἐκ δεξαμένης ἐς [[ἄλλο]] διαχεόμενον Her.);<br /><b class="num">2)</b> pass. стекать (ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὸ [[πέλαγος]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (о реке) размывать, разрушать ([[χοῦν]] Her.; ἴχνη Xen.); pass. разрушаться, разваливаться ([[χῶμα]] διαχεῖται Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> разделять, разъединять (τὰ συγκεκριμένα Plat.);<br /><b class="num">5)</b> разрубать, рассекать (βοῦν ἅπαντα Hom.);<br /><b class="num">6)</b> растворять, распускать или разрежать (ἡ [[θερμότης]] διαχεῖ τὸν ἀέρα Arst.); растворяться (τὰ φάρμακα διαχοῦνται Arst.);<br /><b class="num">7)</b> pass. испаряться (τὸ ὑγρὸν διαχεῖται ὑπὸ τοῦ [[πυρός]] Arst.);<br /><b class="num">8)</b> pass. таять (διαχεῖται ἡ [[χιών]] Xen.);<br /><b class="num">9)</b> pass. расходиться, распространяться (εἰς ἅπαντα τὰ μέρη τοῦ σώματος Arst.);<br /><b class="num">10)</b> pass. разбегаться (οἱ στρατιῶται διαχέοντο Xen.);<br /><b class="num">11)</b> pass. разлагаться, истлевать (ὁ νεκρὸς τεταριχευμένος οὐδὲν διεχέετο Her.);<br /><b class="num">12)</b> расслаблять (σώματα ὑπὸ μέθης διακεχυμένα Plat.): [[διακεχυμένος]] Plut. развязный;<br /><b class="num">13)</b> ослаблять, притуплять (τὴν αἴσθησιν τοῦ ἁπτομένου Plut.);<br /><b class="num">14)</b> смягчать, успокаивать, утешать (λόγοις ἐπιεικέσιν Plut.): [[διακεχυμένος]] τῷ προσώπῳ или διακεχυμένῳ προσώπῳ Plut. с веселым лицом; εὐφραινόμενος διαχεῖται Plat. он преисполнен радости;<br /><b class="num">15)</b> разрушать, расстраивать (τὰ βεβουλευμένα τινός Her.).
}}
}}