Anonymous

μάω: Difference between revisions

From LSJ
114 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μάω:''' απαντά μόνο στον παρακ. [[μέμαα]] με [[σημασία]] ενεστ., γʹ πληθ. <i>μεμάασι</i>· και σε συγκεκομ. τύπους, δυϊκ. <i>μέμᾰτον</i>, πληθ. <i>μέμᾰμεν</i>· γʹ ενικ. προστ. <i>μεμάτω</i>· γʹ πληθ. υπερσ. <i>μέμᾰσαν</i>, μτχ. <i>μεμᾰώς</i>, <i>μεμαυῖα</i>, γεν. <i>μεμᾱότος</i>, Επικ. επίσης <i>μεμᾰῶτος</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εύχομαι]] με [[ζέση]], [[προσπαθώ]] σκληρά, [[ποθώ]], [[επιθυμώ]], με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., [[επιθυμώ]] σφοδρά, έχω ζήλο για [[κάτι]]· [[συχνά]] επίσης με επίρρ., <i>πῆ μέματον</i>, πού τόσο [[γρήγορα]];, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πρόσσω]] μεμανυῖαι, πιέζοντας προς τα [[μπρος]], στο ίδ.· αμτβ. στη μτχ., ἔβη [[μεμαώς]], δρασκέλισε βιαστικά, με ζήλο, στο ίδ.· ἐν πέτρᾳ [[μεμαώς]], λέγεται για ψαρά που βρίσκεται σε [[αναμονή]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι αποφασισμένος να κάνω [[κάτι]], [[θέτω]] σαν στόχο, μεμάασιν [[αὖθι]] μένειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. [[τύπος]] σε Δωρ. απαρ. [[μῶσθαι]], μτχ. [[μώμενος]], [[αναζητώ]], εποφθαλμιῶ, με αιτ., σε Θέογν. κ.λπ.· με απαρ. ή αμτβ., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μάω:''' απαντά μόνο στον παρακ. [[μέμαα]] με [[σημασία]] ενεστ., γʹ πληθ. <i>μεμάασι</i>· και σε συγκεκομ. τύπους, δυϊκ. <i>μέμᾰτον</i>, πληθ. <i>μέμᾰμεν</i>· γʹ ενικ. προστ. <i>μεμάτω</i>· γʹ πληθ. υπερσ. <i>μέμᾰσαν</i>, μτχ. <i>μεμᾰώς</i>, <i>μεμαυῖα</i>, γεν. <i>μεμᾱότος</i>, Επικ. επίσης <i>μεμᾰῶτος</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εύχομαι]] με [[ζέση]], [[προσπαθώ]] σκληρά, [[ποθώ]], [[επιθυμώ]], με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., [[επιθυμώ]] σφοδρά, έχω ζήλο για [[κάτι]]· [[συχνά]] επίσης με επίρρ., <i>πῆ μέματον</i>, πού τόσο [[γρήγορα]];, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πρόσσω]] μεμανυῖαι, πιέζοντας προς τα [[μπρος]], στο ίδ.· αμτβ. στη μτχ., ἔβη [[μεμαώς]], δρασκέλισε βιαστικά, με ζήλο, στο ίδ.· ἐν πέτρᾳ [[μεμαώς]], λέγεται για ψαρά που βρίσκεται σε [[αναμονή]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι αποφασισμένος να κάνω [[κάτι]], [[θέτω]] σαν στόχο, μεμάασιν [[αὖθι]] μένειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. [[τύπος]] σε Δωρ. απαρ. [[μῶσθαι]], μτχ. [[μώμενος]], [[αναζητώ]], εποφθαλμιῶ, με αιτ., σε Θέογν. κ.λπ.· με απαρ. ή αμτβ., σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μάω:''' (только pf. в знач. praes. [[μέμαα]]) - см. [[μάομαι]].
}}
}}