3,274,216
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χώομαι:''' Επικ. προστ. [[χώεο]]· γʹ ενικ. Επικ. παρατ. [[χώετο]]· μέλ. [[χώσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐχωσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. [[χώσεται]]· αποθ., είμαι θυμωμένος, οργισμένος, [[αγανακτώ]], σε Όμηρ.· χωόμενος [[κῆρ]], <i>θυμόν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κηρόθι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">1.</b> με δοτ. προσ., είμαι θυμωμένος με κάποιον, [[ὅτε]] [[χώσεται]] [[ἀνδρί]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ. ή πράγμ., <i>χωόμενος γυναικός</i>, σχετικά ή εξαιτίας αυτής, στο ίδ.· [[χώσατο]] δ' [[αἰνῶς]] νίκης τε καὶ ἔγχεος, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., μόνο στη [[φράση]], μή μοι [[τόδε]] [[χώεο]], μην οργίζεσαι, θυμώνεις μαζί μου γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''χώομαι:''' Επικ. προστ. [[χώεο]]· γʹ ενικ. Επικ. παρατ. [[χώετο]]· μέλ. [[χώσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐχωσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. [[χώσεται]]· αποθ., είμαι θυμωμένος, οργισμένος, [[αγανακτώ]], σε Όμηρ.· χωόμενος [[κῆρ]], <i>θυμόν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κηρόθι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">1.</b> με δοτ. προσ., είμαι θυμωμένος με κάποιον, [[ὅτε]] [[χώσεται]] [[ἀνδρί]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ. ή πράγμ., <i>χωόμενος γυναικός</i>, σχετικά ή εξαιτίας αυτής, στο ίδ.· [[χώσατο]] δ' [[αἰνῶς]] νίκης τε καὶ ἔγχεος, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., μόνο στη [[φράση]], μή μοι [[τόδε]] [[χώεο]], μην οργίζεσαι, θυμώνεις μαζί μου γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χώομαι:''' сердиться, негодовать (τινι Hom.): χ. [[κῆρ]] ([[κηρόθι]], θυμόν или φρεσίν) Hom., χ. θυμῷ HH и χ. φρένας Hes. воспылать гневом, (раз)гневаться на кого-л.; χ. τινος или τι Hom. и περί τινι HH, Hes. сердиться из-за кого(чего)-л. | |||
}} | }} |