Anonymous

χώομαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χώομαι:''' Επικ. προστ. [[χώεο]]· γʹ ενικ. Επικ. παρατ. [[χώετο]]· μέλ. [[χώσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐχωσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. [[χώσεται]]· αποθ., είμαι θυμωμένος, οργισμένος, [[αγανακτώ]], σε Όμηρ.· χωόμενος [[κῆρ]], <i>θυμόν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κηρόθι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">1.</b> με δοτ. προσ., είμαι θυμωμένος με κάποιον, [[ὅτε]] [[χώσεται]] [[ἀνδρί]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ. ή πράγμ., <i>χωόμενος γυναικός</i>, σχετικά ή εξαιτίας αυτής, στο ίδ.· [[χώσατο]] δ' [[αἰνῶς]] νίκης τε καὶ ἔγχεος, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., μόνο στη [[φράση]], μή μοι [[τόδε]] [[χώεο]], μην οργίζεσαι, θυμώνεις μαζί μου γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''χώομαι:''' Επικ. προστ. [[χώεο]]· γʹ ενικ. Επικ. παρατ. [[χώετο]]· μέλ. [[χώσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐχωσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. [[χώσεται]]· αποθ., είμαι θυμωμένος, οργισμένος, [[αγανακτώ]], σε Όμηρ.· χωόμενος [[κῆρ]], <i>θυμόν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κηρόθι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">1.</b> με δοτ. προσ., είμαι θυμωμένος με κάποιον, [[ὅτε]] [[χώσεται]] [[ἀνδρί]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ. ή πράγμ., <i>χωόμενος γυναικός</i>, σχετικά ή εξαιτίας αυτής, στο ίδ.· [[χώσατο]] δ' [[αἰνῶς]] νίκης τε καὶ ἔγχεος, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., μόνο στη [[φράση]], μή μοι [[τόδε]] [[χώεο]], μην οργίζεσαι, θυμώνεις μαζί μου γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χώομαι:''' сердиться, негодовать (τινι Hom.): χ. [[κῆρ]] ([[κηρόθι]], θυμόν или φρεσίν) Hom., χ. θυμῷ HH и χ. φρένας Hes. воспылать гневом, (раз)гневаться на кого-л.; χ. τινος или τι Hom. и περί τινι HH, Hes. сердиться из-за кого(чего)-л.
}}
}}