ἀναπληρόω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναπληρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεμίζω]] το [[κενό]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπληρώνω]], [[χορηγώ]], [[παρέχω]] αυτό που λείπει, στον ίδ. — Μέσ., <i>δώματ' ἀν</i>., γεμίζοντας τα σπίτια τους, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[συμπληρώνω]] τον αριθμό ενός σώματος, <i>τὴν βουλήν</i>, σε Πλούτ.· <i>ἀν. τὴν συνηγορίαν</i>, [[συμπληρώνω]] τη [[θέση]] του συνηγόρου, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[αποτίνω]] [[ολόκληρο]] το [[τίμημα]], σε Μέσ., σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αποκαθίσταμαι σε πρότερη [[κατάσταση]], λέγεται για τον ήλιο [[μετά]] την [[έκλειψη]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀναπληρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεμίζω]] το [[κενό]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπληρώνω]], [[χορηγώ]], [[παρέχω]] αυτό που λείπει, στον ίδ. — Μέσ., <i>δώματ' ἀν</i>., γεμίζοντας τα σπίτια τους, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[συμπληρώνω]] τον αριθμό ενός σώματος, <i>τὴν βουλήν</i>, σε Πλούτ.· <i>ἀν. τὴν συνηγορίαν</i>, [[συμπληρώνω]] τη [[θέση]] του συνηγόρου, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[αποτίνω]] [[ολόκληρο]] το [[τίμημα]], σε Μέσ., σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αποκαθίσταμαι σε πρότερη [[κατάσταση]], λέγεται για τον ήλιο [[μετά]] την [[έκλειψη]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπληρόω:''' <b class="num">1)</b> заполнять, восполнять (τὸ κενωθέν Plat.; τὸ [[προσλεῖπον]] Arst.; τὸ ὑπολεῖπον Plut.); пополнять (τοὺς διακοσίους Dem.; τὴν βουλήν Plut.): δώματ᾽ ἀναπληροῦσθαι Eur. наполнять свои дома, обогащаться;<br /><b class="num">2)</b> замещать: ἀ. τὴν συνηγορίαν Plut. исполнять обязанности защитника;<br /><b class="num">3)</b> доводить до конца: ἀ. τὴν ἀλήθειαν Plut. говорить всю правду начистоту;<br /><b class="num">4)</b> med. полностью платить (τὴν [[προῖκα]] Dem.);<br /><b class="num">5)</b> восстанавливать, воскрешать (τὴν ἐλπίδα Plut.): ὁ [[ἥλιος]] ἐξέλιπε καὶ [[πάλιν]] ἀνεπληρώθη Thuc. произошло затмение солнца, а затем вновь показался полный солнечный диск;<br /><b class="num">6)</b> насыщать, удовлетворять (τὴν ὀργήν Dem.; τὴν ἔνδειαν Arst.).
}}
}}