Anonymous

εἰσπράσσω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[συγκεντρώνω]] ή ζητώ, [[απαιτώ]] χρέη, φόρους, οφειλές, σε Δημ.· <i>τινά</i>, από ένα [[πρόσωπο]], στον ίδ. — Μέσ., ζητώ για τον εαυτό μου, έχω πληρωθεί, σε Ευρ. — Παθ., λέγεται για τα χρήματα, εισπράττομαι, σε Δημ.
|lsmtext='''εἰσπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[συγκεντρώνω]] ή ζητώ, [[απαιτώ]] χρέη, φόρους, οφειλές, σε Δημ.· <i>τινά</i>, από ένα [[πρόσωπο]], στον ίδ. — Μέσ., ζητώ για τον εαυτό μου, έχω πληρωθεί, σε Ευρ. — Παθ., λέγεται για τα χρήματα, εισπράττομαι, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσπράσσω:''' атт. [[εἰσπράττω]], староатт. [[ἐσπράττω]] тж. med. взимать, взыскивать, собирать (τινά τι Isocr., Plut.): εἰσεπέπρακτο τὰς χιλίας δραχμὰς [[ὑπό]] τινος Dem. с него была взыскана кем-то тысяча драхм; μισθὸν εἰσπράττεσθαι τοὺς μανθάνοντας Luc. брать плату с учащихся; κακὸν [[δίκαιον]] εἰσεπράξατο Eur. он отплатил жестоко, но справедливо.
}}
}}