Anonymous

οὔπω: Difference between revisions

From LSJ
610 bytes added ,  31 December 2018
3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὔπω:''' ή [[οὔπω]], Ιων. [[οὔκω]], επίρρ.<br /><b class="num">1.</b> όχι [[ακόμη]], Λατ. [[nondum]], αντίθ. προς το [[οὐκέτι]] (όχι [[πλέον]], όχι πια), σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως επιτετ. [[τύπος]] του αρνητικού μορίου, όχι, [[καθόλου]], <i>σοὶ δ' οὔ πω θεοὶ κοτέουσιν</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
|lsmtext='''οὔπω:''' ή [[οὔπω]], Ιων. [[οὔκω]], επίρρ.<br /><b class="num">1.</b> όχι [[ακόμη]], Λατ. [[nondum]], αντίθ. προς το [[οὐκέτι]] (όχι [[πλέον]], όχι πια), σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως επιτετ. [[τύπος]] του αρνητικού μορίου, όχι, [[καθόλου]], <i>σοὶ δ' οὔ πω θεοὶ κοτέουσιν</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὔπω:''' ион. [[οὔκω]] adv. тж. раздельно<br /><b class="num">1)</b> еще не: οὔ. λῆγε χόλοιο Hom. (Ахилл) все не унимался в (своем) гневе; καὶ μὴν σύ γ᾽ οὔ. σωφρονεῖν ἐπίστασαι Aesch. a ты еще не знаешь, что такое благоразумие;<br /><b class="num">2)</b> ни в какой мере, ни в коем случае, никак: ἀλλὰ μάλ᾽ οὔ. [[πείσομαι]] Hom. но я ни в коем случае не послушаюсь.
}}
}}