Anonymous

ἀνήκουστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνήκουστος:''' -ον ([[ἀκούω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί, Λατ. [[inauditus]], <i>ἤκουσ' ἀνήκουστα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., μην [[πρόθυμος]] να ακούσει· <i>τὸ ἀνήκουστον</i>, [[απείθεια]], [[απειθαρχία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀνήκουστος:''' -ον ([[ἀκούω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί, Λατ. [[inauditus]], <i>ἤκουσ' ἀνήκουστα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., μην [[πρόθυμος]] να ακούσει· <i>τὸ ἀνήκουστον</i>, [[απείθεια]], [[απειθαρχία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνήκουστος:''' <b class="num">1)</b> неслышный (ὁ μικρὸς [[ψόφος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> неслыханный, ужасный (πάθεα Eur.; ἤκουσ᾽ ἀνήκουστα Soph.).
}}
}}