Anonymous

ἀνήκουστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνήκουστος]], -ον)<br />[[πρωτάκουστος]], [[απίθανος]], [[φοβερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> ο [[απρόθυμος]] να υπακούσει, [[ανυπάκουος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ανήκουστον</i><br />[[παρακοή]], [[απείθεια]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνήκουστος]], -ον)<br />[[πρωτάκουστος]], [[απίθανος]], [[φοβερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> ο [[απρόθυμος]] να υπακούσει, [[ανυπάκουος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ανήκουστον</i><br />[[παρακοή]], [[απείθεια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνήκουστος:''' -ον ([[ἀκούω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί, Λατ. [[inauditus]], <i>ἤκουσ' ἀνήκουστα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., μην [[πρόθυμος]] να ακούσει· <i>τὸ ἀνήκουστον</i>, [[απείθεια]], [[απειθαρχία]], σε Ξεν.
}}
}}