Anonymous

ὑπηρετέω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπηρετέω:''' ([[ὑπηρέτης]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, υπερσ. <i>ὑπηρετήκειν</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εργάζομαι]] σε [[πλοίο]], [[εκτελώ]] καθήκοντα κωπηλάτη· απ' όπου, είμαι [[υπηρέτης]], [[εκτελώ]] [[υπηρεσία]], [[υπηρετώ]], σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[υπηρετώ]], Λατ. inservire, σε Ηρόδ., Αττ.· [[ὑπηρετέω]] τοῖς τρόποις, συμμορφώνομαι προς, [[υποχωρώ]], κάνω τα χατίρια υποχωρώντας στους τρόπους κάποιου, σε Αριστοφ.· [[ὑπηρετέω]] τῷ λόγῳ, [[συνηγορώ]], [[υποστηρίζω]], σε Ευρ.· [[ὑπηρετέω]] τινί τι, [[βοηθώ]] κάποιον σε [[κάτι]], σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[υπηρετώ]], [[παρέχω]] [[βοήθεια]], [[αρωγή]], σε Σοφ. — Παθ., εκτελούμαι ως [[υπηρεσία]], σε Ηρόδ., Ισοκρ.
|lsmtext='''ὑπηρετέω:''' ([[ὑπηρέτης]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, υπερσ. <i>ὑπηρετήκειν</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εργάζομαι]] σε [[πλοίο]], [[εκτελώ]] καθήκοντα κωπηλάτη· απ' όπου, είμαι [[υπηρέτης]], [[εκτελώ]] [[υπηρεσία]], [[υπηρετώ]], σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[υπηρετώ]], Λατ. inservire, σε Ηρόδ., Αττ.· [[ὑπηρετέω]] τοῖς τρόποις, συμμορφώνομαι προς, [[υποχωρώ]], κάνω τα χατίρια υποχωρώντας στους τρόπους κάποιου, σε Αριστοφ.· [[ὑπηρετέω]] τῷ λόγῳ, [[συνηγορώ]], [[υποστηρίζω]], σε Ευρ.· [[ὑπηρετέω]] τινί τι, [[βοηθώ]] κάποιον σε [[κάτι]], σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[υπηρετώ]], [[παρέχω]] [[βοήθεια]], [[αρωγή]], σε Σοφ. — Παθ., εκτελούμαι ως [[υπηρεσία]], σε Ηρόδ., Ισοκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπηρετέω:''' <b class="num">1)</b> служить во флоте, тж. управлять кораблем ([[πλοῖον]] ὑπὸ [[δυοῖν]] ἀνθρώπων ὑπηρετεῖσθκι δυνάμενον Diod.);<br /><b class="num">2)</b> служить, помогать, содействовать (τινι εἴς τι Her., Xen., τινι πρός τι Dem. и τινί τι Soph., Eur., Xen., Plat.): αὑτοῖς ὑ. Arst. заботиться о себе самих; τὰ ἀπ᾽ [[ἡμέων]] ἐς [[ὑμέας]] [[ἐπιτηδέως]] ὑπηρετέεται Her. (все), чем мы располагаем, к вашим услугам; τὰ συμφέροντα ὑ. τινι Xen. оказывать полезные услуги кому-л.; τὰ λοίφ᾽ ὑ. Soph. помогать в остальном, довершать; ὑ. τῇ νόσῳ Soph. помогать бороться с болезнью; ἡ ὑπηρετοῦσα [[ἐπιστήμη]] Arst. служебная наука;<br /><b class="num">3)</b> исполнять, повиноваться (τοῖς νόμοις Lys.; τὸ κελευόμενον Xen.): [[καλῶς]] ὑ. τινὶ προστάξαντι Xen. точно выполнять чьи-л. распоряжения; [[Ζεὺς]], ᾧ [[δέδοκται]] ταῦθ᾽, ὑπηρετῶ δ᾽ [[ἐγώ]] Soph. это было угодно Зевсу, а я (лишь) исполняю.
}}
}}